Story logo

Νέο Μοναστήρι Δομοκού - Πρωτοχρονιά

Λοαγραφικός Μουσικοχορευτικός Όμιλος Γλυφάδας «Χοροστάσι»

1. Eισαγωγή

«…την ημέρα που ξεκινήσαμε δε θα την ξεχάσω ποτέ! Σηκωθήκαμε πρωί με το χάραμα. Φορτώσαμε και τα τελευταία πράγματα. Το σπίτι άδειασε. Ένα εικόνισμα αφήσαμε στο εικονοστάσιο, ανάψαμε και το καντήλι να καίει. Ο παππούς έμπαινε έβγαινε με μία νευρικότητα και τα μάτια του έτρεχαν δάκρυα αδιάκοπα. Είχε κτίσει το σπίτι μόνος του, απέκτησε και μεγάλωσε μέσα πέντε παιδιά, πάντρεψε, έθαψε, γνώρισε χαρές και λύπες σ’ αυτό το σπίτι. Έκλαιε συνεχώς, γύριζε από δωμάτιο σε δωμάτιο και έκλαιε. Εγώ κρατήθηκα αρκετά. Έκανα το σταυρό μου στο εικόνισμα, έσκυψα και πήρα τον αδερφό μου από την κούνια στην αγκαλιά μου. Άδειο το σπίτι, άδεια η κούνια, άδειασε και η καρδιά μου από κουράγιο. Δεν κρατήθηκα, έβαλα τα κλάματα. Έριξα μια γρήγορη ματιά. Το σπίτι μου φάνηκε σαν ένα απέραντο χάος. Έτρεξα έξω γρήγορα. Ήμουνα ο τελευταίος που έβγαινε από το σπίτι. Ζέψαμε τα ζώα στα κάρα, κάναμε το σταυρό μας πολλές φορές και ξεκινήσαμε...»

Απόσπασμα από το βιλίο «Οι Μοναστηριώτες της Ανατολικής Ρωμυλίας» του Μόσχου Χρ. Τερζίδη

2. Παραμονή Πρωτοχρονιάς

Ας ανατρέξουμε με τη φαντασία μας σε ένα χρόνο παλιό: «Παραμονή πρωτοχρονιάς στο Μεγάλο Μοναστήρι (το 90% των Νεομοναστηριωτών προέρχεται από το Μεγάλο Μοναστήρι της επαρχίας Καβακλίου, του Νομού Φιλιππούπολης, της ιστορικής Ανατολικής Ρωμυλίας), κάπου εκεί ψηλά στο Βορρά, όπου ανασαίνει ακόμα ο Ελληνισμός. Το οροπέδιο είχε ντυθεί στα λευκά. Στην κορυφή του λόφου δέσποζε το μοναστήρι, φύλακας των ψυχών. Οι καμπάνες χτυπούσαν μελωδικά, προετοιμάζοντας τους χωρικούς για τις Άγιες Μέρες. Μια χαρούμενη αναστάτωση επικρατούσε. Όλο το χωριό, σα μια καρδιά, ετοιμαζόταν να προϋπαντήσει τα Χριστούγεννα και την Πρώτη του χρόνου μέρα. Οι άντρες ξεχιόνιζαν τις στράτες, φτιάχνοντας «πατικούδες» (μικροί αυτοσχέδιοι δρομίσκοι) και οι γυναίκες στο σπίτι έφτιαχναν όλων των ειδών γιορτάσιμα καλούδια. Τα βράδια κοντά στη θέρμη του τζακιού, μαζεύονταν παρέες («σάρτες») για να προβάρουν τα τραγούδια των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς.

1910; Βάρνα. Τρυγητός στο Ευξείνογκραντ. Η φορεσιά των κατοίκων δείχνει περισσότερο ελληνική παρά βουλγαρική, το ίδιο και ο αντικριστός χορός τους. Οι Έλληνες πρόσφυγες από τα μέρη εκείνα της Βόρειας Θράκης εγκαταστάθηκαν σ’ ένα χωριό κοντά στην Αγχίαλο 36 χιλιόμετρα από το Βόλο, που ονομάστηκε Ευξεινούπολη. (πηγή: «Χορός 1900», Άλκης Ράφτης, Θέατρο Ελληνικών Χορών «Δόρα Στράτου», Εκδόσεις «Τρόπος Ζωής»)

«Στη Βάρνα και στο Δούναβη βαριά βαγμούρα βάζει...» αντηχούν κάθε παραμονή Πρωτοχρονιάς οι δρόμοι του Νέου Μοναστηρίου από τις σημερινές σάρτες, που κάθε χρόνο, με ευλάβεια θα έλεγε κανείς, ξαναζωντανεύουν το έθιμο και το διατηρούν μέχρι τις μέρες μας.

3. Το έθιμο

Ένα έθιμο που οι ρίζες του χάνονται στα πανάρχαια χρόνια. Γέννημα της ορφικής γης, με αναφορές στη διονυσιακή λατρεία και στο χριστιανισμό. Κάθε χρόνο δημιουργούνται και διαφορετικές παρέες, για να τραγουδήσουν από σπίτι σε σπίτι, σ’ ολόκληρο το χωριό, τις παραμονές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς. Τα τραγούδια της

Πρωτοχρονιάς, με αφορμή τον Άγιο Βασίλειο, αναφέρονται στον Άγιο αλλά και σε πολεμικά γεγονότα των μεσαιωνικών χρόνων. Το μεγαλύτερο μέρος βέβαια το καταλαμβάνουν τα παινέματα, που λέγονται για κάθε μέλος της οικογένειας. Πρέπει λοιπόν τα μέλη της κάθε σάρτας όχι μόνο να αποστηθίσουν τα λόγια, αλλά και να κανονίσουν σε ποια σπίτια θα πάνε και ποιο παίνεμα θα πουν σε κάθε σπίτι για τα μέλη του. Τα κανονίζουν πάντα ανάλογα με την οικογενειακή κατάσταση των νοικοκυραίων, την ηλικία και το φύλο των παιδιών τους, αν είχαν συγγενείς στην ξενιτιά κ.ά.

4. Ντιβιτζής και Καμήλα

Η όλη διαδικασία εμπλουτίζεται και με την παρουσία του «Ντιβιτζή και της Καμήλας». Οι Ντιβιτζήδες (καμηλιέρηδες, από τη λέξη «ντιβέ» που στα αραβικά σημαίνει καμήλα) ήταν οι έμποροι μιας παλαιότερης εποχής, που με καραβάνια από καμήλες διακινούσαν το εμπόριο από και προς τις περιοχές της Ανατολής και της Αραβίας. Καθώς λοιπόν μετέφεραν προϊόντα από χώρες της Ανατολής, το έθιμο συνδέθηκε με τον Άγιο Βασίλειο, που φέρνει δώρα από την Καισάρεια.

Οι Ντιβιτζήδες ντύνονται με προβιές και φορούν στο κεφάλι το καούκι, που είναι καπέλο και μάσκα μαζί. Είναι φτιαγμένο από «κιτσιά» (αρνίσιο μαλλί ζεματισμένο, για να κολλήσουν οι ίνες μεταξύ τους), στολισμένο με καθρεφτάκια (για τον εξορκισμό των πνευμάτων), πολύχρωμες κορδέλες και στη θέση των δοντιών έχουν «αρμάθες» από ξερά φασόλια. Στη μέση και στα πόδια φορούν μικρά κουδουνάκια, που δημιουργούν θόρυβο όταν χορεύουν ή «τσακώνονται». Στα χέρια κρατούν το «τοπούζ» (ξύλινο ρόπαλο που το χρησιμοποιούσαν σαν όπλο στα ταξίδια τους), με το οποίο χτυπούν χάμω, «εκβιάζοντας» κατά κάποιο τρόπο τη γονιμότητα της γης.

Η καμήλα είναι μια ξύλινη κατασκευή σκεπασμένη με «τσόλι» (υφαντό από τραγίσιο μαλλί) με ένα μακρόστενο λαιμό από προβιά, όπως και το κεφάλι της, με κρεμασμένα πολλά μεγάλα μπρούτζινα κουδούνια (τούτσα). Η καμήλα στερεώνεται με ζωνάρια δεμένα σταυρωτά πάνω στο ανθρώπινο σώμα και ζυγίζεται με τέχνη, για να μη γέρνει και κουράζει τον «καμιλτζή». Ο καμιλτζής φροντίζει να φορά τα καθημερινά καφέ πουτούρια του, από δεύτερης ποιότητας μαλλί και όχι τα μαύρα επίσημα. Ο Ντιβιτζής και η καμήλα συνοδεύουν τα παλικάρια με βηματισμό, ο οποίος κάλλιστα μπορεί να χαρακτηριστεί ως αρχέγονος. Στην ησυχία της νυχτιάς δεν ακούγεται παρά μόνο το τραγούδι των νεαρών αγοριών, με μουσική υπόκρουση τους ήχους από τα μεγάλα κουδούνια που κρέμονται από τις φορεσιές των Ντιβιτζήδων και Καμιλτζήδων.

Τούτη η πομπή με τα ιδιαίτερα διονυσιακά χαρακτηριστικά, αποπνέει πραγματικά δέος. Η παρουσία της παραπάνω συντροφιάς βραδιάτικα στη πόρτα σου - εάν ειδικά δεν είσαι εξοικειωμένος - σου αφήνει έντονα συναισθήματα. Ο ιδιόρρυθμος χορός των μεταμφιεσμένων και το τραγούδι των νέων πλημμυρίζει το σπιτικό του κάθε νοικοκύρη. Οι νοικοκυραίοι, αφού ακούσουν τα τραγούδια και τα παινέματά τους, κερνούν όλους και δίνουν και κάποιο φιλοδώρημα. Πολλές φορές η καμήλα πέφτει κάτω και κάνει την άρρωστη και σηκώνεται μόλις βγει το κέρασμα.

5. Ο "Μεγάλος Χορός"

Η παρέα συνεχίζει όλο το βράδυ το «γκιζέρι» (βόλτα), μέχρι και τις πρώτες πρωινές ώρες ώσπου να καταλήξουν στην κεντρική πλατεία του χωριού, για να ξεκινήσουν πρώτοι αυτοί το «Μεγάλο χορό». Ανήμερα την Πρωτοχρονιά αμέσως μετά την λειτουργία στην εκκλησία, οι Ντιβιτζήδες, οι καμήλες και οι μουσικοί ανοίγουν το χορό στην πλατεία του χωριού, όπου συμμετέχουν όλοι οι κάτοικοι, χορεύοντας κυρίως Ζωναράδικο και Συγκαθιστό.

Στιγμιότυπα του χτές

Οι μουσικοί, προκειμένου να τιμήσουν και τους Ντιβιτζήδες που είναι ανατολικής καταγωγής, παίζουν το Συγκαθιστό, που ηχητικά συγγενεύει με χορούς της πατρίδας τους. Οι Ντιβιτζήδες και οι καμήλες χορεύουν έντονα, παλαβά και τους αναγκάζουν να παίξουν πιο γρήγορα, ο ρυθμός αρχίζει να γέρνει προς το τσιφτετέλι και γι΄ αυτό λέγεται και Κατσιβέλικος (γύφτικος) ή Ντιβιτζίδικoς. Η κεντρική πλατεία γεμίζει από πλήθος κόσμου κάθε ηλικίας. Το σκηνικό που εκτυλίσσεται στη συνέχεια είναι μοναδικό. Πρέπει να αισθανόμαστε πολύ τυχεροί που οι Ανατολικορωμυλιώτες κατάφεραν να διατηρήσουν ζωντανό το έθιμο «Καμήλες & Ντιβιτζήδες» μέχρι και τις μέρες μας.

 Δημοσίευση στη σελίδα www.facebook.com/neo.monastiri

6. Χοροί και Τραγούδια

Ντιβιτζίδικος (7/8)

Χορός που χορεύουν οι Βορειοθρακιώτες πρόσφυγες από το Μεγάλο και Μικρό Μοναστήρι της περιοχής Καβακλί στο έθιμο της καμήλας, το οποίο πραγματοποιείται κατά το νέο έτος. Στο έθιμο αυτό, ένα από τα πρόσωπα του θιάσου είναι ο «Ντιβιτζής» (καμηλιέρης), ο οποίος χορεύει αυτόν τον χορό με την «Καμήλα».

Νέο Μοναστήρι Δομοκού: Η «γκαμήλα». Πρωτοχρονιά 1979. (πηγή: «Ο αυτοσχεδιασμός στον Ελληνικό Δημοτικό χορό», Λευτέρης Δρανδάκης)

Είναι ελεύθερος χορός σε επτάσημο ρυθμό 7/8 (2+2+3) με γρήγορη αγωγή, πάνω στον οποίο ο Ντιβιτζής εκτελεί το χορευτικό μοτίβο του Συγκαθιάρικου χορού με τρεις κινήσεις (2+2+3) σε κάθε μ.μ. και παραλλαγές με δύο κινήσεις σε κάθε μ.μ. (4+3). Κατά τη διάρκεια του χορού, ο Ντιβιτζής με την καμήλα εκτελούν κινήσεις που θυμίζουν κινήσεις πάλης, σαν να αντιμάχονται ο ένας τον άλλο.

Ορθός ή Ντιούζκους (Ίσιος) ή Ζωναράδικος ή Τσέστος (6/8)

«Ορθός» ή «Ντιούζκους» ή «Τσέστος» ή «Ζωναράδικος» είναι μερικά από τα ονόματα με τα οποία είναι γνωστός ο δημοφιλέστερος χορός των προσφύγων Βορειοθρακών από την περιοχή του Καβακλί.

Η ονομασία «Ορθός» είναι το πιο κοινό όνομα που χρησιμοποιείται από τους ηλικιωμένους Έλληνες του Ίντζοβο Βουλγαρίας (σημερινή ονομασία του Ακ-Μπουνάρ). Οι Ακμπουναριώτες που ζουν στην Ελλάδα σήμερα και οι Καβακλιώτες χρησιμοποιούν τις ονομασίες «Ντιούζκος» και «Ζωναράδικος», ενώ οι πρόσφυγες από το Μικρό και Μεγάλο Μοναστήρι χρησιμοποιούν την ονομασία «Τσέστος». Οι Ακμπουναριώτες χρησιμοποιούσαν την ονομασία «Αλατζάδικος» (παρδαλός), όταν χόρευαν τον χορό με διάταξη εναλλάξ άνδρας-γυναίκα στα πανηγύρια και τη Δευτέρα μετά από γάμο. Την ονομασία αυτή χρησιμοποιούσαν και οι Μοναστηριώτες.

Ο «Ορθός» χορός χορευόταν σε όλες τις περιστάσεις. Είναι ο χορός με τον οποίο άρχιζε απαραίτητα κάθε χορευτική εκδήλωση. Χορεύεται σε ανοιχτό κύκλο, όπου άνδρες και γυναίκες παίρνουν θέσεις ανακατεμένοι. Η λαβή των χεριών από τα ζωνάρια δεν τους αφήνει περιθώρια για μεγάλες κλίσεις δεξιά και αριστερά. Το κορμί είναι σε όρθια θέση και τα βήματα εναλλάσσονται πάνω στα μέρη του μουσικού μέτρου στρωτά, χωρίς τσακίσματα.

Νέο Μοναστήρι. Ορθός ή Ντιούζκους (Ίσιος) ή Ζωναράδικος. (πηγή:  www.facebook.com/neo.monastiri )

Το χορευτικό μοτίβο περιλαμβάνει δώδεκα κινήσεις που εκτελούνται σε έξι μ.μ., δηλ. δύο κινήσεις σε κάθε μ.μ., και αποτελείται από δύο μέρη: το πρώτο μέρος εκτελείται προς το εσωτερικό του κύκλου λοξά δεξιά και το δεύτερο προς τα πίσω με την πλάτη προς την περιφέρεια του κύκλου, έτσι ώστε ο χορός να αναπτύσσεται αργά προς τα δεξιά. Και τα δύο μέρη αποτελούνται από τις ίδιες κινήσεις. Τρία βήματα περπατητά, άρση χαμηλή του αριστερού, πάτημα του αριστερού και άρση χαμηλή του δεξιού. Οι χορευτές επαναλαμβάνουν αυτό το χορευτικό μοτίβο όλοι μαζί και συντονισμένα.

Οι γυναίκες χορεύουν με χαμηλές κινήσεις και χαρακτηρίζονται από μια σταθερότητα, ώστε να δίνουν την εικόνα του απόλυτου συντονισμού, ενώ οι άνδρες χορεύουν πιο ελεύθερα. Στη διάρκεια του χορού, οι άνδρες πραγματοποιούν μεμονωμένες μικροκινήσεις που δεν διαφοροποιούν το χορευτικό μοτίβο, αλλά διαμορφώνουν το προσωπικό ύφος. Παραλλαγές του χορευτικού μοτίβου πραγματοποιούνται ορισμένες φορές, πάντα όμως σε σχέση με τη μουσική. Οι παραλλαγές αυτές είναι επιμέρους κινητικά μοτίβα που αντικαθιστούν κινητικά μοτίβα του βασικού χορευτικού μοτίβου. Σε όλες τις φάσεις της εξέλιξης, υπάρχει απόλυτη ταύτιση μουσικής και χορού.

Νέο Μοναστήρι. Ορθός ή Ντιούζκους (Ίσιος) ή Ζωναράδικος. (πηγή:  www.facebook.com/neo.monastiri )

Όταν αρχίζει ο χορός, οι οργανοπαίχτες παίζουν μελωδικά θέματα που συνήθως σχετίζονται με κάποια τραγούδια. Σ’ αυτή τη φάση, οι χορευτές ξεκινούν με το χορευτικό μοτίβο του χορού που επαναλαμβάνεται συνέχεια. Στη συνέχεια και ανάλογα με τη συναισθηματική φόρτιση, οι οργανοπαίχτες περνούν στα ποικίλματα και «στολίδια» της μελωδίας, τα γνωστά «γυρίσματα». Με σημείο αναφοράς την αλλαγή στη μελωδία, οι χορευτές προσαρμόζουν την έντασή τους χρησιμοποιώντας βήματα ελαφρού στρωτού τρεξίματος, παραλλάσσοντας το χορευτικό μοτίβο.

Συγκεκριμένα μετά τα τρία πρώτα βήματα, πραγματοποιούν εναλλαγή δεξιού-αριστερού-δεξιού και αριστερού-δεξιού-αριστερού, ενώ το δεύτερο μέρος εκτελείται κανονικά. Η παραλλαγή αυτή είτε γίνεται απ’ όλους ταυτόχρονα είτε ξεκινά από κάποιον χορευτή που παρασύρει και τους άλλους να τον ακολουθήσουν. Η παραλλαγή αυτή είναι και η μοναδική που πραγματοποιούν οι γυναίκες. Εκτός από αυτήν, οι επιδέξιοι άνδρες χορευτές, όταν βρίσκονται συγκεντρωμένοι, εισάγουν έναν καινούργιο τρόπο με πολλές παραλλαγές, γνωστό ως χορό «Στον τόπο» ή «Τσέστο».

(6/8) Ορθός ή Ντιούζκους (Ίσιος) ή Ζωναράδικος «Ιάννης Μπαλκανιώτης»

Ένας δέντρους ριζουμένους κι ένας ξένους σκουτουμένους κι ένας ξένους σκουτουμένους, τ’ άλουγου τ’ κουντά διμένου, τ’ άλουγου τ’ κουντά διμένου, χλιμιτούσιν κι του λέει, χλιμιτούσιν κι του λέει, σήκου Ιάννη μ’ Μπαλκανιώτη, σήκου, Ιάννη μ’ Μπαλκανιώτη, τα συντρόφια σ’ ούλα πάνι.

Τα συντρόφια σ’ ούλα πάνι κι η καλή σ’ θα τα ρουτήσει κι η καλή σ’ θα τα ρουτήσει πού είν’ η Ιάννς η Μπαλκανιώτης; Που είν’ η Ιάννς η Μπαλκανιώτης, Ιάννς απόμνιν στου Ιντίρνι, Ιάννς απόμνιν στου Ιντίρντι, τ’ άλουγου τ’ να καλιγώσει. Τ’ άλουγου τ’ να καλιγώσει, π’ ασήμ’ πέταλου να βάλει, π’ ασήμ’ πέταλου να βάλει κι καρφίτσ’ μαργαριτάρι.

Παϊντούσκα ή Μπαϊντούσκα (5/8)

Από τους βασικούς χορούς του χορευτικού ρεπερτορίου στα χωριά του Καβακλί, όπου χορευόταν σε όλες τις περιστάσεις, πάντοτε με τη συνοδεία μουσικών οργάνων αλλά και τραγουδιών παλαιότερα. Η ονομασία του προέρχεται ενδεχομένως από την τουρκική λέξη «παϊτάκ» (=ραιβοσκελής, κάποιος που περπατάει «ανώμαλα»). Ακόμη, το ρυθμικό σχήμα του χορού έχει δύο μέρη άνισα μεταξύ τους (5/8) (2+3), πάνω στα οποία εναλλάσσονται οι κινήσεις των χορευτών και δίνουν την εντύπωση ότι κουτσαίνουν.

Χορεύεται από άνδρες και γυναίκες που τοποθετούνται ανακατεμένοι σε ανοιχτό κύκλο και ο χορός αναπτύσσεται κυρίως προς τα δεξιά, σε κυκλική τροχιά. Το χορευτικό μοτίβο αποτελείται από τρία μέρη. Το πρώτο μέρος αναπτύσσεται προς τα αριστερά με μικρή στροφή του σώματος προς τα αριστερά. Το δεύτερο μέρος εκτελείται με μέτωπο στο κέντρο του κύκλου και το τρίτο προς τα δεξιά με μέτωπο λοξά προς τη φορά του κύκλου.

Δύο επιμέρους κινητικά μοτίβα, Α΄ και Β΄ που το καθένα τους αντιστοιχεί σε ένα μουσικό μέτρο, συνθέτουν το σύνολο του χορευτικού μοτίβου του χορού. Καθένα από τα μοτίβα αυτά περιλαμβάνει δύο κινήσεις, που αντιστοιχούν στα δύο μέρη του μουσικού μέτρου. Το κινητικό μοτίβο Α΄ περιλαμβάνει μια αναπήδηση χαμηλή αξίας 2/8 και πάτημα του ποδιού της άρσης αξίας 3/8. Το κινητικό μοτίβο Β΄ περιλαμβάνει ένα χτύπημα του ποδιού αξίας 2/8 και πάτημα του άλλου ποδιού αξίας 3/8.

Τα χέρια είναι πιασμένα από τις παλάμες τεντωμένα κάτω και η θέση τους εναλλάσσεται σύμφωνα με τις εναλλαγές και επαναλήψεις των κινητικών μοτίβων. Έτσι, στο πρώτο κινητικό μοτίβο τα χέρια αιωρούνται χαλαρά προς τα πίσω σε μικρή απόσταση από τον κορμό. Στο δεύτερο αιωρούνται προς τα εμπρός στην ίδια απόσταση από τον κορμό. Στο τρίτο αιωρούνται πάλι προς τα πίσω. Στο τέταρτο κάμπτονται στους αγκώνες με τους πήχεις περίπου σε οριζόντια θέση. Στο πέμπτο παραμένουν στην ίδια θέση και στο έκτο τεντώνουν προς τα κάτω και αιωρούνται ξανά προς τα πίσω. Στο έβδομο κινητικό μοτίβο τα χέρια κάμπτονται στους αγκώνες και στη θέση αυτή παραμένουν μέχρι το τέλος του χορευτικού μοτίβου.

Άνδρες και γυναίκες επαναλαμβάνουν το βασικό χορευτικό μοτίβο εντείνοντας τις κινήσεις τους σε στιγμές κεφιού. Οι μόνες παραλλαγές, από τους έμπειρους κυρίως χορευτές, είναι αλλαγές στη σύνθεση των κινητικών μοτίβων του βασικού χορευτικού μοτίβου (αντικατάσταση κινητικών μοτίβων Α΄ από κινητικά μοτίβα Β΄ και αντίστροφα). Στην Παϊντούσκα συναντάμε κινητικά μοτίβα που χρησιμοποιούνται και στους χορούς «Στις τρεις», «Τροΐρου», «Ζερβό» και «Ζίγκλο».

Σ’ τρεις ή Τρία ή Τρεις φορές (2/4)

Από τους βασικούς χορούς του τοπικού ρεπερτορίου του Μεγάλου Μοναστηριού της Βόρειας Θράκης (Ανατολικής Ρωμυλίας) που χορευόταν σε όλες τις περιστάσεις. Βασικός επίσης χορός του χορευτικού ρεπερτορίου όλων των καρυώτικων χωριών.

Χορεύεται σε ανοικτό κύκλο από άνδρες και γυναίκες που τοποθετούνται ανακατεμένοι και πιάνονται από τις παλάμες με τα χέρια τεντωμένα. Μερικές φορές, ο πρώτος και ο τελευταίος έπιαναν τα χέρια και έτσι έκλεινε ο κύκλος. Αυτό πρέπει να το θεωρήσουμε μάλλον περιστασιακό. Συνοδεύεται πάντα από οργανική μουσική σε δίσημο ρυθμό, ενώ δεν έχει αναφερθεί η συνοδεία τραγουδιού.

Κατά την εκτέλεση του χορευτικού μοτίβου, ορισμένα κινητικά στοιχεία επαναλαμβάνονται τρεις φορές, γεγονός στο οποίο οφείλει ο χορός το όνομά του. Χορεύεται με στρωτά περπατητά βήματα στην αρχή, ενώ όταν η ένταση ανεβαίνει από κάποια «γυρίσματα» της μουσικής, τα βήματα γίνονται πηδηχτά και σύνθετα. Όταν χορεύεται με απλά βήματα, τότε κάθε κίνηση του χορευτικού μοτίβου αντιστοιχεί σε ¼ του μουσικού μέτρου. Όταν χορεύεται με πηδηχτά βήματα, κάθε ¼ του μ.μ. εκτελούνται δύο κινήσεις με αξία 1/8 η καθεμία.

Το σύνολο του χορευτικού μοτίβου διαμορφώνεται από δύο επιμέρους κινητικά μοτίβα Α΄ και Β΄. Το κινητικό μοτίβο Α΄ περιλαμβάνει μια αναπήδηση χαμηλή αξίας 1/8 και πάτημα του ποδιού της άρσης αξίας 1/8 επίσης. Το κινητικό μοτίβο Β΄ περιλαμβάνει ένα χτύπημα του ποδιού αξίας 1/8 και πάτημα του άλλου ποδιού αξίας 1/8.

Οι γυναίκες προτιμούν να χορεύουν περισσότερο με απλά βήματα, ενώ οι κινήσεις των ανδρών διακρίνονται απ’ αυτές των γυναικών με βάση τον δυναμισμό τους. Ακόμη, οι άνδρες πραγματοποιούν κάποιες παραλλαγές (φιγούρες), με αντικατάσταση των κινητικών μοτίβων Α΄ από κινητικά μοτίβα Β΄ σε ορισμένα σημεία του χορευτικού μοτίβου καθώς και καθίσματα.

Οι κινήσεις των ποδιών συνοδεύονται από τις αντίστοιχες κινήσεις των χεριών, που αιωρούνται τεντωμένα πίσω-μπρος. Στο πρώτο μέρος, όταν τα βήματα είναι στρωτά, τα χέρια κινούνται με το πάτημα του πρώτου βήματος προς τα πίσω και στη συνέχεια μπρος-πίσω, ενώ στο δεύτερο (πηδηχτό) μέρος, σε κάθε κινητικό μοτίβο Β΄ αιωρούνται τεντωμένα προς τα πίσω (τη στιγμή που χτυπά το πόδι πρέπει να βρίσκονται στο τελικό σημείο πίσω) και σε κάθε κινητικό μοτίβο Α΄ αιωρούνται προς τα εμπρός. Οι Μεγαλομοναστηριώτες (πρόσφυγες) του Νέου Μοναστηριού Φθιώτιδας στα επιτόπου βήματα λυγίζουν τα χέρια στους αγκώνες, στοιχείο που δεν συναντάμε στους Μεγαλομοναστηριώτες του Μεγάλου Μοναστηρίου Λάρισας και Τρικάλων Ημαθίας. Επίσης, σε καβακλιώτικη  καταγραφή δεν υπάρχουν περπατητά βήματα παρά μόνο πηδηχτά.

Το χορευτικό μοτίβο του χορού περιλαμβάνει δώδεκα κινήσεις στο Α΄ μέρος που εκτελούνται σε έξι μ.μ. και εικοσιτέσσερις κινήσεις στο Β΄ μέρος.

 

Συγκαθιστός ή Συγκαθιάρικος (7/8)

Από τους βασικούς χορούς στο ρεπερτόριο των προσφύγων από τα χωριά του Καβακλί. Χορεύεται κυρίως στους γάμους. Το ίδιο σημαντικός είναι και στο ρεπερτόριο των χωριών της Μαύρης Θάλασσας με παρόμοια λειτουργία. Στην Μπάνα π.χ. τον χόρευαν στον γάμο και τον ονόμαζαν «Ίσια απάν» και «Καλινίτικο», ενώ στα χωριά του Έβρου τον συναντάμε με την ονομασία «Μαντηλάτος». Το όνομα του χορού είναι σύνθετο από τις λέξεις «συν» και «καθίζω», που είτε έχει την έννοια του «χορεύω» (δηλ. «συγκαθίζω» = «συγχορεύω») είτε προήλθε από τα καθίσματα, μια παραλλαγή που συνηθίζεται να εκτελείται συχνά από τους άνδρες.

Ο ρυθμός του χορού είναι επτάσημος 7/8 (2+2+3) με γρήγορη αγωγή και συνοδεύεται από οργανική μουσική κυρίως σήμερα, ενώ παλαιότερα και από τραγούδια. Χορεύεται από άνδρες ή γυναίκες ή από άνδρα και γυναίκα. Το ζευγάρι χορεύει αντικριστά και κινείται ελεύθερα προς όλες τις κατευθύνσεις σε μικρό χώρο και σε σχέση πάντοτε ο ένας με τον άλλο. Όταν συμμετέχουν περισσότερα ζευγάρια, τότε αυτά κινούνται τελείως ανεξάρτητα το ένα από το άλλο.

Συγκαθιστός. Μεγάλο Μοναστήρι Λάρισας 1995. (φωτ. αρχείο: Γιάννη Πραντσίδη, πηγή: «Ο χορός στην ελληνική παράδοση και η διδασκαλία του», Γιάννης Πραντσίδης, Εκδοτική Αιγινίου)

Το βασικό χορευτικό μοτίβο εκτελείται σε δυο μουσικά μέτρα και περιλαμβάνει δύο επιμέρους κινητικά μοτίβα που το καθένα τους συμπίπτει με ένα μουσικό μέτρο: το πρώτο κινητικό μοτίβο αποτελείται από τρία βήματα που εναλλάσσονται πάνω στα τρία μέρη του μουσικού μέτρου (δεξί-αριστερό-δεξί), στο δεύτερο κινητικό μοτίβο τα πόδια εναλλάσσονται με τον ίδιο τρόπο αλλά αντίθετα (αριστερό-δεξί-αριστερό). Τα μοτίβα εκτελούνται ελεύθερα, άλλοτε επί τόπου άλλοτε μπροστά, πίσω ή πλάγια. Τα χέρια κινούνται στο ύψος των ώμων, λυγισμένα ελαφρά στους αγκώνες.

Οι γυναίκες εκτελούν συνέχεια το βασικό χορευτικό μοτίβο αλλάζοντας μόνο κατευθύνσεις, ενώ οι άνδρες εκτελούν και διάφορες παραλλαγές (φιγούρες) σύμφωνα με τα «γυρίσματα» της μουσικής (κυρίως καθίσματα και ρυθμικά χτυπήματα των χεριών και των ποδιών με τα χέρια).

Νέο Μοναστήρι Δομοκού. «Συγκαθιστός» χορός από ζευγάρι γυναικών. Πρωτοχρονιά 2013. (πηγή:  www.facebook.com/neo.monastiri )

Υπήρχαν διαφορετικές μελωδίες που συνόδευαν, παλαιότερα τουλάχιστον, τον χορό των ανδρών και των γυναικών: όπως έλεγαν χαρακτηριστικά «Αντρίτκους Συγκαθιστός» και «Ινικίτκους», εννοώντας δύο διαφορετικές μελωδίες πάνω στο ίδιο ρυθμικό σχήμα. Στη γυναικεία μελωδία το ύφος ήταν πιο ήπιο, ενώ στην αντρική πιο έντονο. Σήμερα αυτή η διάκριση δεν υπάρχει. Όταν ο χορός χορεύεται μετά τα «δωρίσματα» της νύφης, τότε οι χορευτές χορεύουν με τα δώρα στα χέρια, που τα κρατούν ψηλά και τα επιδεικνύουν κινώντας τα δεξιά-αριστερά: «Συγκαθίζουν τα δώρα». Αυτή είναι ίσως η αιτία που οι χορευτές, όταν δεν κρατούν κάποιο αντικείμενο, χορεύουν με τα χέρια στην ίδια θέση.

Νέο Μοναστήρι Δομοκού. «Συγκαθιστός» χορός από ζευγάρι γυναικών. Πρωτοχρονιά 2013. (πηγή:  www.facebook.com/neo.monastiri )

Τσέστος ή Στον τόπο (6/8)

Χορός που συναντάμε σε περιοχές όπου εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες της περιοχής Καβακλί. Καθαρά αντρικός χορός. Οι Ακμπουναριώτες τον θεωρούν αυτοτελή, ίσως όμως αυτό οφείλεται στον τρόπο παιξίματος της μουσικής και τον τρόπο εκτέλεσης του χορού από τους άνδρες, αφού το ρυθμικό σχήμα και το χορευτικό του μοτίβο είναι ίδια με αυτά του «Ορθού» χορού. Πρόσφυγες από το Μεγάλο Μοναστήρι της περιοχής Καβακλί χρησιμοποιούν κυρίως την ονομασία «Τσέστος».

Οι άνδρες χορεύουν πιασμένοι από τα ζωνάρια σε ανοιχτό κύκλο και σε μικρό αριθμό χορευτών, επειδή απαιτείται απόλυτος συντονισμός. Πολλές φορές, ο χορός αποτελεί εξέλιξη του «Ορθού» χορού από ομάδες ανδρών, ενώ οι γυναίκες συνεχίζουν να εκτελούν το χορευτικό μοτίβο του «Ορθού». Ο χορός χαρακτηρίζεται από τις πολλές παραλλαγές (φιγούρες) που εκτελούν οι χορευτές συντονισμένα, καθοδηγούμενοι από τις εναλλαγές της μουσικής.

Όταν ο οργανοπαίχτης παίζει τη μελωδία κάποιου τραγουδιού, τότε οι χορευτές εκτελούν το χορευτικό μοτίβο του «Ορθού» χορού χωρίς παραλλαγές. Όταν δημιουργείται κατάλληλο κλίμα, ο οργανοπαίχτης περνά σε ελεύθερες μελωδίες (γυρίσματα), αυξάνοντας ελαφρώς και την αγωγή, ώστε να ανεβαίνει η ένταση. Τότε λέμε ότι παίζει «στον τόπο». Με την αλλαγή του παιξίματος αλλάζει και ο τρόπος εκτέλεσης του χορού από τους άνδρες, δηλ. «χορεύουν στον τόπο». Η έκφραση αυτή υπονοεί την ικανότητα του χορευτή να κινείται σε μικρό χώρο πραγματοποιώντας πολλές παραλλαγές (φιγούρες).

Οι παραλλαγές αυτές εκτελούνται ομαδικά και το πέρασμα από την εκτέλεση του βασικού χορευτικού μοτίβου στη φάση «στον τόπο» γίνεται με μοναδικό οδηγό τη μουσική. Αυτό προϋποθέτει έμπειρο μουσικό (ο οργανοπαίχτης πρέπει να σου δείχνει πού να πατάς). Προϋποθέτει, επίσης, καλή γνώση της μουσικής και των αλλαγών της από πλευράς χορευτών. Με λίγα λόγια, η σωστή ανάπτυξη του χορού εξαρτάται από τη σχέση οργανοπαίχτη και χορευτών, αφού η αντιστοιχία στην εξέλιξη μουσικής και χορού είναι απόλυτη.

Έτσι λοιπόν παρουσιάζονται οι εξής φάσεις ανάπτυξης του χορού: στην αρχή, οι χορευτές χορεύουν επαναλαμβάνοντας το χορευτικό μοτίβο του «Ορθού» χορού, εκτελώντας το στρωτά. Στη δεύτερη φάση, και όταν οι οργανοπαίχτες αλλάζουν το παίξιμό τους, παίζουν δηλαδή ελεύθερες μελωδίες (γυρίσματα) «στον τόπο», τότε και οι χορευτές χορεύουν «στον τόπο», δηλαδή πραγματοποιούν παραλλαγές πάνω στο χορευτικό μοτίβο του χορού.

Οι παραλλαγές αυτές αποτελούνται από νέα κινητικά μοτίβα που περιλαμβάνουν είτε διαφορετικές κινήσεις, που όμως δεν αλλάζουν αριθμητικά, είτε διαφορετικό είδος κινήσεων που αυξάνουν και αριθμητικά σε κάποιους  χρόνους. Η ονομασία «Τσέστος» (= συχνά - πυκνά) δικαιολογείται ακριβώς από αυτή την πυκνότητα των κινήσεων. Οι παραλλαγές (φιγούρες) αυτές περιλαμβάνουν συνήθως γρήγορες εναλλαγές των ποδιών, χτυπήματα των ποδιών μεταξύ τους, που γίνονται στο πρώτο μέρος του χορευτικού μοτίβου, και ρυθμικά χτυπήματα των ποδιών στο έδαφος, στο κλείσιμο του δεύτερου μέρους του χορευτικού μοτίβου («Όταν χόριυαμι σκώνιταν κουρνιαχτός»). Κάθε παραλλαγή μπορεί να εκτελείται 2-3 φορές.

Οι παραλλαγές δεν έχουν ονόματα και οι χορευτές κατορθώνουν να τις εκτελούν όλοι μαζί συντονισμένα με την εξάσκηση και την εμπειρία. Ο συντονισμός επιτυγχάνεται καλύτερα από άτομα της ίδιας ηλικίας με τις ίδιες χορευτικές εμπειρίες. Παλαιότερα, οι καλοί χορευτές χρησιμοποιούσαν παραγγέλματα για τις φιγούρες (όπως «μπροστά, πίσω, πάλι») και κάποιες κραυγές ή επιφωνήματα. Έτσι προσπαθούσαν να προτρέψουν ο ένας τον άλλο στην εκτέλεση των παραλλαγών, στην επανάληψη κάποιας φιγούρας ή ακόμα και για να μην χάσουν τον ρυθμό τους. Συνήθως, οι κραυγές που ακούγονται είναι «άιντε, όπα, ίχα». Στη φάση αυτή η ένταση του χορού αυξάνει και, μολονότι οι κινήσεις γίνονται ανάλαφρα και πηδηχτά, δεν αλλάζει ο τρόπος που πατάνε τα πόδια στο έδαφος (δηλαδή με όλο το πέλμα). Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να κινείται το κορμί σχεδόν στο ίδιο ύψος χωρίς σκαμπανεβάσματα.

Η εξέλιξη του χορού ολοκληρώνεται στην τρίτη φάση. Εδώ, ο οργανοπαίχτης από το παίξιμο «στον τόπο» επανέρχεται στη μελωδία και αυτό καθοδηγεί αυτόματα τους χορευτές να κάνουν ένα κάθισμα (σούστα ή «κάτσιμο»). Το κάθισμα αυτό γίνεται στο κλείσιμο του δεύτερου μέρους του χορευτικού μοτίβου και από κει και πέρα οι χορευτές επανέρχονται στο χορευτικό μοτίβο του «Ορθού» χορού, στη χαλάρωση.

Στον χορό «στον τόπο» οι καλοί χορευτές επεδείκνυαν το ταλέντο και την τεχνική τους. Οι άνδρες που δεν μπορούσαν να χορέψουν «στον τόπο» αρκούνταν στην επανάληψη του βασικού χορευτικού μοτίβου, στρωτά ή πηδηχτά, ανάλογα με τις αλλαγές της μουσικής.

Ο χορός χορευόταν σε όλες τις περιστάσεις και η διάρκειά του καθοριζόταν από τη διάθεση και την αντοχή των χορευτών. Συνηθίζονται και άλλες ονομασίες, όπως «Ντιούζκους» από τους Καβακλιώτες και «Τσέστος», όνομα που συνήθως χρησιμοποιούν οι Καρυώτες, οι Μεγαλομοναστηριώτες και οι Μικρομοναστηριώτες, ενώ η ονομασία «στον τόπο» είναι γνωστή σε όλα τα χωριά της περιοχής.


Πληροφορίες

Η παρούσα ψηφιακή αφήγηση (storymap), όπως και όλες οι αφηγήσεις της ψηφιακής βιβλιοθήκης, δημιουργήθηκαν από τη Spotin ΑΜΚΕ ( spotin.org ) σε συνεργασία με τον Λαογραφικό Μουσικοχορευτικό Όμιλο Γλυφάδας «Χοροστάσι» ( xorostasi.gr ). Σκοπός είναι να συλλέξει και να παρουσιάσει με εποπτικό και διαδραστικό τρόπο το πλούσιο λαογραφικό υλικό που πλαισιώνει κάθε περιοχή ενδιαφέροντος, το οποίο δεν εξαντλείται στην παρούσα αφήγηση.

Η επιλογή και ο τρόπος παρουσίασης του υλικού έγιναν από τον χοροδιδάσκαλο κ. Γιώργο Βελισσαρόπουλο, το δε περιεχόμενο προέρχεται από διάφορες- τοπικές και ευρύτερες- λαογραφικές πηγές (βιβλιογραφία, αρθρογραφία, εργασίες, καταγραφές τοπικών εθίμων και δρωμένων, απομαγνητοφωνήσεις συνεντεύξεων, φωτογραφικά αρχεία, οπτικοακουστικό υλικό κ.ά.) που είτε αποτέλεσαν αντικείμενο προσωπικής μελέτης είτε ανήκουν στο προσωπικό αρχείο του χοροδιδασκάλου. Τα εισαγωγικά κείμενα κάθε περιοχής προέρχονται από δασκάλους και ερευνητές που μας έκαναν την τιμή να γράψουν και να μοιραστούν τη γνώση τους.

Το παρόν δεν συνιστά πρωτότυπο πνευματικό έργο ούτε αποσκοπεί στην κριτική θεώρηση των απόψεων που παρατίθενται στο υλικό που παρουσιάζεται. Το περιεχόμενο του υλικού ανήκει στις πηγές και στους δημιουργούς/γράφοντες από τις οποίες προέρχεται και στους οποίους γίνεται ειδική αναφορά και αντίστοιχη παραπομπή σε όλη την έκταση της αφήγησης.

Εικόνα Εξωφύλλου

Νέο Μοναστήρι Δομοκού: Χορός «Ντιβιτζίδικος». Πρωτοχρονιά 1993. (πηγή: «Ο αυτοσχεδιασμός στον Ελληνικό Δημοτικό χορό», Λευτέρης Δρανδάκης)

Ενότητα 1-5

Δημοσίευση στη σελίδα www.facebook.com/neo.monastiri

Ενότητα 6

Γεώργιος Βελισσαρόπουλος

1910; Βάρνα. Τρυγητός στο Ευξείνογκραντ. Η φορεσιά των κατοίκων δείχνει περισσότερο ελληνική παρά βουλγαρική, το ίδιο και ο αντικριστός χορός τους. Οι Έλληνες πρόσφυγες από τα μέρη εκείνα της Βόρειας Θράκης εγκαταστάθηκαν σ’ ένα χωριό κοντά στην Αγχίαλο 36 χιλιόμετρα από το Βόλο, που ονομάστηκε Ευξεινούπολη. (πηγή: «Χορός 1900», Άλκης Ράφτης, Θέατρο Ελληνικών Χορών «Δόρα Στράτου», Εκδόσεις «Τρόπος Ζωής»)

Νέο Μοναστήρι Δομοκού: Η «γκαμήλα». Πρωτοχρονιά 1979. (πηγή: «Ο αυτοσχεδιασμός στον Ελληνικό Δημοτικό χορό», Λευτέρης Δρανδάκης)

Νέο Μοναστήρι. Ορθός ή Ντιούζκους (Ίσιος) ή Ζωναράδικος. (πηγή:  www.facebook.com/neo.monastiri )

Νέο Μοναστήρι. Ορθός ή Ντιούζκους (Ίσιος) ή Ζωναράδικος. (πηγή:  www.facebook.com/neo.monastiri )

Συγκαθιστός. Μεγάλο Μοναστήρι Λάρισας 1995. (φωτ. αρχείο: Γιάννη Πραντσίδη, πηγή: «Ο χορός στην ελληνική παράδοση και η διδασκαλία του», Γιάννης Πραντσίδης, Εκδοτική Αιγινίου)

Νέο Μοναστήρι Δομοκού. «Συγκαθιστός» χορός από ζευγάρι γυναικών. Πρωτοχρονιά 2013. (πηγή:  www.facebook.com/neo.monastiri )

Νέο Μοναστήρι Δομοκού. «Συγκαθιστός» χορός από ζευγάρι γυναικών. Πρωτοχρονιά 2013. (πηγή:  www.facebook.com/neo.monastiri )