Story logo

Kαλυμνος - Το νησί των σφουγγαράδων

Λαογραφικός Μουσικοχορευτικός Όμιλος Γλυφάδας «Χοροστάσι»

1. Εισαγωγή

Η Κάλυμνος είναι το νησί των σφουγγαράδων. Έχει έκταση 111,4 km 2  και πληθυσμό 13.300 κάτοικους (απογρ. 1971). Βρίσκεται ανάμεσα στη Λέρο και στην Κω και απέχει από τα μικρασιατικά παράλια 14 μίλια. Είναι νησί τελείως άδενδρο, το πιο ξερό απ' όλα τα Δωδεκάνησα. Είναι ορεινό με υψηλότερο βουνό τον Αη Λια (750μ.).

Μερικές κοιλάδες, όπως η Ποθαία (Πόθια παλιά πρωτεύουσα του νησιού), το Βαθύ, ο Εμπορειός και το δενδρόφυτο οροπέδιο του 'Αργους (7ΟΟμ.). Συγκεντρώνουν όλη τη βλάστηση του νησιού. Έντεκα οικισμοί υπάρχουν στο νησί. Σημερινή πρωτεύουσα είναι η ομώνυμη πόλη ή αλλιώς Χώρα με 10.000 κάτοικους.

2. Ιστορικά Στοιχεία

Αρχαιότεροι κάτοικοι του νησιού υπήρξαν οι Κάρες, αργότερα οι Αιολείς και οι Δωριείς. Έγινε μέλος της Αθηναϊκής Συμμαχίας, ανήκε στους Πτολεμαίους, ενώ κατά τους Βυζαντινούς χρόνους ανήκε στο "Θέμα των Δωδεκανήσων", ενώ το 1313 κατελήφθη από το ιπποτικό τάγμα του Αγίου Ιωάννου της Ρώμης. Την περίοδο αυτή, οι πειρατές τη λεηλατούσαν συχνά, ενώ οι Καλύμνιοι μισούσαν τους Ιππότες της Ρόδου, που αντί να προστατεύουν το νησί τους το καταλήστευαν. Μετά το 1382, απήλαυσαν το προνόμιο της ολικής αυτονομίας και αυτοδιοίκησης της τουρκικής κυριαρχίας.

Το 1821, βρήκε τους Καλύμνιους να επαναστατούν κατά των Τούρκων. Μαζί με τη Λέρο, την Πάτμο και την Ικαρία απετέλεσαν το διαμέρισμα των «συμπληρωματικών νήσων του τμήματος των ανατολικών Σποράδων» της Ελληνικής Πολιτείας. Μετά τη λήξη του μεγάλου αγώνα του έθνους, όλα αυτά τα νησιά επεστράφησαν στην τουρκική κυριαρχία με την παλιά τους αυτονομία.

Την περίοδο αυτή το νησί γνώρισε μεγάλη ακμή. Το 1840-6Ο είχε στόλο 300 περίπου σπογγαλιευτικών κυρίως πλοίων. Οι άλλοι νησιώτες αποκαλούσαν τους Καλύμνιους «γραμματοφάγους» λόγω της πνευματικής ακμής του νησιού. Το 1912 άρχισε η περίοδος της Ιταλικής Κατοχής που τερματίστηκε το 1947, όταν τα Δωδεκάνησα προσαρτήθηκαν στην Ελλάδα.

Καλυμνιωτοπούλες με «καβάδι», Κάλυμνος 1955. Φωτ. Δημ. Παπαδήμας. Φωτογρ. Αρχείο Ε.Λ.Ι.Α. (πηγή: ένθετο από το CD «Κάλυμνος», παραγωγής του Λυκείου των Ελληνίδων)

[«Οι βασικότερες καλλιέργειες στο νησί είναι τα εσπεριδοειδή. Μέρος της παραγωγής τους εξήγαγαν παλιότερα και σε λιμάνια εκτός της ελλαδικής περιφέρειας. Ωστόσο η σπογγαλιεία αποτελούσε την κύρια Πλουτοπαραγωγική πηγή του νησιού. Χάρη σ' αυτήν δημιουργούνταν τα «επαγγέλματα των καπεταναίων, των μηχανικών, των σπογγέμπορων.

Τροφοδοτούνταν επίσης και πολλά άλλα σχετικά και άσχετα επαγγέλματα και έθεταν σε λειτουργία και ανάπτυξη την οικονομία του νησιού. Οι καλύμνικες μπρατσέρες ταξίδευαν μέχρι τις ακτές της Αφρικής, οι βουτηχτάδες θέριζαν των θαλασσών το βυθό και το μεγαλύτερο μέρος του σφουγγαριού εξαγόταν στα μεγάλα βιομηχανικά κέντρα της Ευρώπης και της Αμερικής.

Οι δραστηριότητες των Καλύμνιων επεκτείνονταν και στα απέναντι μικρασιατικά παράλια. Η μικρή απόσταση από αυτά διευκόλυνε τη μόνιμη κατοικία στον τόπο τους και τη διατήρηση στην κοντινή στεριά επιχειρήσεων με υπηρετικό και εργατικό προσωπικό. Αλλά και σε περισσότερο απομακρυσμένες χώρες όπου ξενιτεύονταν (Αγγλία, Γερμανία, Γαλλία, Ρωσία), ασχολούνταν με το εμπόριο και διέπρεπαν.

Καλύμνια, 1950. Φωτ. Δημ Α. Χαρισιάδης, Αρχείο Μουσείου Μπενάκη. (πηγή: ένθετο από το CD «Κάλυμνος», παραγωγής του Λύκειον των Ελληνίδων)

Οι σχεδόν μόνιμες επαφές και συναλλαγές τους με μεγάλα αστικά κέντρα σε συνδυασμό με την αφοσίωση τους στις τοπικές αντιλήψεις (ανάδειξη στον τόπο της σταδιοδρομίας τους, ευθύνη για την προίκα της κόρης ή της αδελφής) γίνονταν αιτία συσσώρευσης ακίνητης και κινητής περιουσίας. Τα παλιά αρχοντικά της Καλύμνου, δίπατα κυρίως, πετρόκτιστα και λιτά, διατηρούν οικοσκευές, ρουχισμό και εξοπλισμό (έπιπλα, χαλιά) που μόνο οι ελίτ παλιών και σύγχρονων εποχών διέθεταν.»] ( Μ. Κριτσιώτη, «Κάλυμνος – χορευτική παράδοση», Πρακτικά 11ου Συνεδρίου της Διεθνούς Οργάνωσης Λαϊκής Τέχνης (Δ.Ο.Λ.Τ.), σ. 109.)

Γνωστές είναι οι γιορτές των Καλύμνιων που γίνονται στο τέλος της άνοιξης με την αναχώρηση των σφουγγαράδων για τις ακτές της Β. Αφρικής.

3. Κοινωνική Κατάσταση

Οι κάτοικοι του νησιού ήταν φτωχοί. Η φτώχεια ανάγκαζε τις μανάδες, για να σπουδάσουν τα παιδιά τους, να πηγαίνουν στο βουνό να κόβουν κλαριά και να τα πουλούν στη χώρα για να συγκεντρώσουν τα απαραίτητα χρήματα.

Καταγράφονται δύο κατηγορίες κατοίκων: α) αυτή των εντελώς αγράμματων και β) αυτή των πολύ μορφωμένων, των «γραμματοφάγων». Επίσης, καταγράφονται τρεις κοινωνικές κατηγορίες: α) των εγγράμματων, β) των θαλασσινών και γ) των βοσκών.

Οι βοσκοί ήταν οι λιγότεροι στο νησί και κατοικούσαν στα ορεινά χωριά. Διέμεναν σε χωριστές κοινότητες, αμιγείς από βοσκούς (ένα χωριό με πέντε οικογένειες βοσκών, όπως το Άργος), ενώ το ίδιο συνέβαινε και με τους θαλασσινούς. Μεταξύ βοσκών και σφουγγαράδων υπήρχε έντονη αντιζηλία, όπως αποτυπώνεται και στο παρακάτω τραγούδι. Έλεγε μια κοπέλα σ' ένα γλέντι:

Γυμνός δύτης με «σκανταλόπετρα». Φωτογρ. Αρχείο Α. Σ. Μαΐλή. (πηγή: ένθετο από το CD «Κάλυμνος», παραγωγής του Λυκείου των Ελληνίδων)

«Ήντα τον κάμω τον βοσκό να βόσκει, να σφυρίξει, εγώ θα πάρω σφουγγαρά να με καλημερίζει.

Ήντα τον κάμω το βοσκό που (δ) εν είν' από σόι. και μπαίνει μές στον καφενέ και λένε ούξου βόι.»

Οι κοπέλες προτιμούσαν τους σφουγγαράδες, ενώ οι βοσκοί παντρευόντουσαν μεταξύ τους. Οι γυναίκες δεν πήγαιναν στα καφενεία, παρά μόνο τις Απόκριες και μάλιστα μασκαρεμένες.

Βοσκοί και σφουγγαράδες στα γλέντια

Οι βοσκοί δεν κατέβαιναν στη θάλασσα και δεν συμμετείχαν στα γλέντια των σφουγγαράδων και λόγω της εργασίας τους, αλλά και λόγω της προαναφερθείσης αντιζηλίας.

Ο Δεκαπενταύγουστος ήταν η γιορτή της Παναγίας στις εκκλησιές των βοσκών, όπου στο γλέντι έπαιζαν οι Τσαμπούνες. Οι βοσκοί ήταν πιο ξένοιαστοι, πιο γλεντζέδες λόγω της εργασίας τους, αντίθετα με τους σφουγγαράδες.

«Σήμερα με τις κουμπαριές που έγιναν (γάμοι) και την επίδραση του σχολείου, οι διαφορές αυτές εξαλείφθηκαν».

4. Μουσικά Λαϊκά ‘Οργανα και Οργανοπαίχτες

Ως πιο παλιά μουσικά όργανα θεωρούνται η τσαμπούνα για τους βοσκούς κι η λύρα με το λαούτο για τα κάτω χωριά. Αργότερα, προς το τέλος του περασμένου αιώνα, εμφανίζεται το βιολί και το λαούτο, ενώ μέχρι το 1930 (κατ' άλλους τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια), οπότε και εξαφανίζεται η λύρα, παίζουν και βιολιά και λύρες, όχι όμως στην ίδια κομπανία.

Τα βιολιά τα αποκαλούν και παιχνίδια και τους οργανοπαίχτες παιχνιδιάτες. Οι Καλύμνιοι που δεν χόρευαν τραγουδούσαν για τους χορευτές:

«Παίξε λύρα και βιολί να χορέψουν οι λωλοί», κι απαντούσαν οι άλλοι: «Όσοι εχορεύουσι τους εζηλεύουι».

Η τσαμπούνα παίζεται ακόμα και σήμερα συνήθως από τους βοσκούς και τα παιδιά τους. Είναι το κατ' εξοχήν τοπικό όργανο που το κατασκευάζουν οι ίδιοι και ο καθένας απ' αυτούς μπορεί να παίζει καλά μόνο με τη δική του. Η τσαμπούνα ακούγεται συνήθως στα καλοκαιρινά πανηγύρια (του Προφήτη Ηλία, της Παναγίας), τις Απόκριες μα και σ' άλλα γλέντια.

Βιολιά των σφουγγαράδων δεν πήγαιναν στους βοσκούς, ενώ τσαμπούνες κατέβαιναν όταν τις καλούσαν σε γάμο. Τα νεότερα χρόνια κατεβαίνουν και παίζουν μαζί με τα βιολιά και οι τσαμπούνες.

Τα όργανα, οι τσαμπούνες και κυρίως τα βιολιά πληρώνονταν καλά, άμα ήθελε ο πρωτοχορευτής να χορέψει καλά και να κάνει φιγούρες. «Αλλιώς, σου παίζουν χωρίς τσακίσματα και δεν μπορείς να πάρεις τα πόδια σου.» Τα βιολιά στους γάμους ήταν «κλεισμένα» (πληρωμένα), αλλά πλήρωνες κι όταν ήθελες να χορέψεις.

Οι οργανοπαίχτες (οι βιολιτζήδες) ήταν επαγγελματίες, δηλ. έκαναν μόνον αυτή τη δουλειά, και το επάγγελμα πήγαινε από πατέρα σε γιο. Η αξία των Καλύμνιων οργανοπαιχτών ήταν γνωστή και στα γειτονικά χωριά, όπου και τους καλούσαν. Η θέση των οργανοπαιχτών είναι στο κέντρο του χορευτικού κύκλου.

5. Χοροί και Μουσική

Τα πλέον σημαντικά χορευτικά γεγονότα ήταν: πανηγύρια, γάμοι, βαφτίσια, «Χορός του συχώριου» (Τυρινή Κυριακή της Αποκριάς), δεκαπενταύγουστος για όλα τα χωριά των βοσκών και οι απόκριες.

Χοροί που χορεύονται:

  • Ίσσος
  • Σούστα
  • Ίσσος ο Τσαμπουνιστός
  • Σούστα η Τσαμπουνιστή ή Τριπηιτός (πηδηχτή) ή Βοσκαρουΐστικη
  • Συρτός
  • Μπάλος
  • Θυμαριώπκος (7/8)
  • Καλαματιανός
  • Μηχανικός
  • Ροδίτικος ή Πηδηχτός

Χορευτική διαδικασία

Στον χορό βγαίνουν να χορέψουν πολλοί σ' ένα μεγάλο κύκλο, χορεύοντας παρέες-παρέες.

Η χορευτική πράξη στα δημόσια χορευτικά γεγονότα του νησιού ξεκινάει με τον Ίσσο χορό. Στον Ίσσο μπορεί να χορέψει και η γυναίκα μπροστά, ενώ τελευταίος χορεύει πάντοτε άντρας. Ο Ίσσος κρατάει ανάλογα με τη διάθεση (κέφι) του πρωτοχορευτή.

Ο κύκλος (χορευτική αλυσίδα) ονομάζεται Κάβος («μπες στον κάβο» = έμπα στον χορό – «πάρε τον κάβο» ή «ο κάβος είν' ελεύθερος»= έλα και σύρε με την ομάδα σου το χορό) κι ο πρωτοχορευτής Μπροστελάτης, ενώ ο τελευταίος νορά ή πίσω. Ο καλός χορευτής Χορευταλάς κι η γυναίκα Χορευταλού. Η γυναίκα δεν σηκώνεται ποτέ μόνη της, την καλεί πάντοτε ο άντρας.

Μετά το τέλος του Ίσσου, «γυρίζοντας» τα όργανα τη μουσική χωρίς να σταματούν, χορεύεται η Σούστα με μπροστελάτη πάντοτε τον άντρα. Ο μπροστελάτης κάνει πολλές φιγούρες, ενώ ο δεύτερος πρέπει να είναι καλός ως βοηθός του. Οι φιγούρες του μπροστελάτη λέγονται και «στουμπίσματα», όταν και η μουσική τον οδηγεί σ' αυτό.

Όταν θέλει μια άλλη παρέα να χορέψει, πηγαίνει και στέκεται στην άκρη και μόλις γυρίσει ο κύκλος «παίρνει τον κάβο». Οι προηγούμενοι συνεχίζουν να χορεύουν στη σειρά μετά τη καινούργια παρέα. Όσο χωράει ο κύκλος που χορεύει, χορεύουν και οι προηγούμενοι. Ύστερα κάθονται.

Η μουσική σταματάει όταν αλλάζει παρέα ο κάβος.

Πρόσκληση για χορό

Καλυμνιωτοπούλες με «καβάδι». (πηγή: ένθετο από το CD «Κάλυμνος», παραγωγής του Λύκειον των Ελληνίδων)

[«Η πρόσκληση κατά κανόνα απευθύνεται στις γυναίκες του άμεσου οικογενειακού περιβάλλοντος (μητέρα, σύζυγο, θυγατέρες, αδελφές). Ποτέ παντρεμένος δεν προσκαλεί τη γυναίκα άλλου άντρα, πολύ περισσότερο ένας ανύπαντρος. Στον τελευταίο επίσης δεν επιτρέπεται να ζητήσει σε χορό κοπέλα με την οποία δεν έχει συγγενικούς δεσμούς. Η πρόταση του δηλώνει την προτίμηση και το ενδιαφέρον του προς αυτήν. Η μητέρα της κοπέλας αποφασίζει, με ταξικά κυρίως κριτήρια, πότε αυτή μπορεί να χορέψει με κάποιον ανύπαντρο και πότε όχι. Για τούτο, κάθε χορευτής που θέλει για ντάμα του μια κοπέλα, τη ζητά από τη μητέρα της σε χορό. Για να αποφύγει όμως την τυχόν απορριπτική απάντηση της μάνας, που σημαίνει ότι τον αποκλείει και σαν υποψήφιο γαμπρό για την κόρη, διερευνά εκ των προτέρων τις προθέσεις της στέλνοντας κάποιον φίλο να μεταφέρει την επιθυμία του, για να την εκδηλώσει ευθέως ο ίδιος αμέσως μετά.

Πρωταρχική ντάμα του καβαλιέρου είναι η «δεύτερη», δηλαδή η πρώτη αριστερά του όπως αναφέρθηκε. Αυτή επιλέγεται με μόνο κριτήριο τη χορευτική της ικανότητα. Γιατί η θέση της δεύτερης είναι καθοριστική για τον χορό του πρώτου αλλά και διακριτή από τους άλλους χορευτές. Αυτή διαφοροποιείται κινητικά από αυτούς και σχεδόν ταυτίζεται με την κινητική ένταση του μπροστελάτη, υποβαστάζοντας τον και αναδεικνύοντας τη δική του χορευτική τέχνη αλλά και τη δική της"]2 (2 Μ. Κριτσιώτη, ό.π.)

Οι άλλοι χοροί δεν αποτελούν μέρος του χορευτικού τυπικού (Ίσσου-Σούστας) και χορεύονται όταν παραγγελθούν.

Χοροί

Ίσσος

Χορεύεται με μια μελωδία για τα βιολιά και πολλές για τις τσαμπούνες, με πιο γρήγορη όμως ρυθμική αγωγή.

Είναι αργός κυκλικός χορός τύπου στα τρία. Το πιάσιμο των χεριών γίνεται «σταυρωτά» από άνδρες και γυναίκες εναλλάξ. Όλοι οι χορευτές μετά τον μπροστελάτη και τον-την βοηθό του χορεύουν τα βασικά βήματα του χορού (στα τρία) στο τοπικό χορευτικό ύφος. Ο μπροστελάτης λοιπόν, που χορεύει και τα σύνθετα βήματα, ενώ κάνει και φιγούρες, πιάνεται με μαντήλι από τη δεξιά παλάμη του βοηθού του, ενώ αυτός (ο δεύτερος) δένει το αριστερό του χέρι με το δεξί του τέταρτου. Ο τρίτος ακουμπάει το δεξί του χέρι στον αριστερό ώμο του δεύτερου. Ο Ίσσος δεν τραγουδιέται. Το καλύμνικο γλέντι, με οποιαδήποτε αφορμή γάμο ή πανηγύρι, αρχίζει σχεδόν πάντα με τον Ίσσο. Ενδέχεται να παραγγελθεί και Ίσσος (μελωδία) από άλλο νησί, π.χ. «Λέρικος».

Χαρακτηριστικό στο ύφος των κινήσεων στον καλύμνικο Ίσσο είναι τα «Κατσίσματα», δηλ. το έντονο λύγισμα των γονάτων. 

Σούστα

Ο δημοφιλέστερος χορός στην Κάλυμνο. Ανάλογα με την προτίμηση του χορευτή, οι οργανοπαίχτες παίζουν την Καλύμνικη, την Κώτικη, τη Συμιακή. Υπάρχουν παραλλαγές στην ίδια αυτή Σούστα, όπως τα λεγόμενα «κρητικά» ή ο «στουμπιστός». Αν οι χορευτές θέλουν να χορέψουν για να κάνουν περισσότερες φιγούρες, παραγγέλνουν τη Νισύρικια, που έχει πολλά τσακίσματα. Δεν τραγουδιέται τραγούδι.

Είναι κυκλικός, γρήγορος και πηδηχτός χορός. Οι χορευτές πιάνονται «αγκαζέ». Διαδέχεται πάντοτε τον Ίσσο μετά από παραγγελία για το «γύρισμα» της μουσικής στους «παιχνιδιάτες» από τον μπροστελάτη. Τα πηδηχτά αυτά βήματα της Σούστας τα χορεύει ο μπροστελάτης με τον δεύτερο (τον βοηθό του), αφού όμως ξεκινήσουν το χορό με τα βασικά βήματα «στα τρία», ενώ οι υπόλοιποι χορευτές του κύκλου χορεύουν τα βασικά βήματα προσαρμοσμένα όμως στο χορευτικό ύφος της Καλύμνου και τη ρυθμική αγωγή της μουσικής. Το χορευτικό ύφος της Σούστας εξαρτάται, επηρεάζεται από τον σκοπό της συγκεκριμένης μελωδίας (παίξιμο τοαμπουνιστά, Κώπκη μελωδία κλπ.). Με τη Σούστα θα δείξει ο μπροστελάτης όλη του την τέχνη. 

Θυμαριώτικος (7/8)

Σαν μουσική, είναι ο γνωστός Ηπειρωτικός σκοπός «Χειμαριώτικος». Χορεύεται και με τη συνοδεία οργανικής μουσικής αλλά και με τραγούδι.

Χορεύεται μόνο από άνδρες και με πιάσιμο από τους ώμους και αποτελεί μοναδικό στη μορφή χορό στον αιγαιοπελαγίτικο χώρο. Ξεκινάει με τα έξι βήματα του Συρτού, αλλά προς τα αριστερά. Μ' ένα «γύρισμα» της μουσικής, ο χορός αρχίζει να πηγαίνει προς τα δεξιά. Οι χορευτές χορεύουν με μέτωπο προς το κέντρο του κύκλου, ενώ τα βήματα δομούνται όμοια με το χορευτικό μοτίβο του Συρτού - Καλαματιανού χορού της ηπειρωτικής Ελλάδας. Πρόκειται επομένως για μια διμερή μη εναλλασσόμενη ανομοιογενή χορευτική φόρμα. Ο μπροστελάτης κάνει πολλές φιγούρες, κυρίως στροφές και καθίσματα.  

Μηχανικός

Πολύ αργή μελωδία στο ρυθμό του «Συρτού χορού» σε μία και μοναδική ρυθμική αγωγή. Δεν τραγουδιόταν τραγούδι. Αυτό τονίζεται εδώ, γιατί τα νεότερα χρόνια κυκλοφορεί (στη δισκογραφία) κατασκευασμένη κι άλλη μελωδία με δυο εναλλασσόμενους σκοπούς και ρυθμικές αγωγές.

«Μηχανικός» στην Κάλυμνο λέγεται ο δύτης, ο σφουγγαράς που φοράει το σκάφανδρο (το φόρεμα της μηχανής).

Οι μηχανικοί συχνότατα πάθαιναν ημιπαράλυση ή τέλεια παράλυση, αυτό που λένε στο νησί «πιάσιμο. Ο «Μηχανικός» λοιπόν είναι ο χορός του μηχανικού, πολύ αργός στη ρυθμική αγωγή. Ο χορός του μηχανικού είναι η προσπάθεια που κάνει ο ίδιος ο «πιασμένος» να χορέψει, ενώ πιάνεται με τον δεύτερο από το χέρι και με μαντήλι.

Τα νεότερα χρόνια, μετά τον Πόλεμο, ο χορός αυτός πέρασε από τους μηχανικούς και στους υπόλοιπους, σαν μιμητικός χορός και χορεύεται μόνο από άνδρες σε δύο ρυθμικές αγωγές. Αυτή όπου χορεύοντας ο δήθεν «πιασμένος» μιμείται στις χορευτικές κινήσεις τον «πιασμένο» και αυτή του γρήγορου Συρτού, όπου ο μπροστελάτης χορεύει όπως και οι άλλοι τα βασικά βήματα του Συρτού και μάλιστα περισσότερο πηδηχτά.

Στην Αθήνα έγινε γνωστός μόνο με τη δεύτερη μορφή του, τη θεατροποιημένη, αλλά ταυτόχρονα η μεταχορευτική κοινωνία της αγνοούσε τον πραγματικό χορό. Ο χορός αυτός ήρθε στην Αθήνα από κάποιον Γυμναστή ονόματι Θ. Κλωνάρη από την Κάλυμνο με πατέρα «πιασμένο» και τον χόρεψε στο θέατρο της Δ. Στράτου. Έτσι καθιερώθηκε να χορεύεται στις χορευτικές παραστάσεις του θεάτρου. Η τύχη αυτού του χορού υπήρξε τραγελαφική. Δεν τραγουδιέται στην Κάλυμνο.

 

Στην ελληνική χορευτική παράδοση, συχνότατα συναντάμε το φαινόμενο ένας χορός να αλλάζει μορφή στον ίδιο τον τόπο που πρωτοχορεύτηκε, αλλά και όταν μεταφερόταν σε άλλο τόπο. επίσης, μπορούσε να αλλάξει λειτουργία κι από τελετουργικό π.χ. χαρακτήρα που είχε να γίνει ψυχαγωγικός. Αυτό σήμερα, σε μια μεταχορευτική κοινωνία, έχει γίνει κανόνας.

Η αλλαγή που βάση της έχει την ελευθερία (αυτονομία) είναι για την παράδοση «νόμιμη», αληθινή, όταν όμως αυτή συντελείται μέσα σ’ αυτήν κι όχι πέρα από τα όρια τα οποία ορίζει η ίδια η κοινότητα.

Ο παραδοσιακός χορός, όταν εκλείψουν οι συνθήκες που τον γέννησαν, πεθαίνει ή γίνεται κάτι άλλο.

Ο συγκεκριμένος χορός, ο χορός του «Μηχανικού», υφίσταται σαν χορός, όσο ζουν οι «πιασμένοι» μηχανικοί και εκδηλώνουν την επιθυμία να χορέψουν.

Η μεταχορευτική κοινωνία η κατά χορευτικά Συγκροτήματα και Ομίλους «χορεύ-ουσα» νόμισε πως η επιθυμία για χορό του «πιασμένου μηχανικού» κι επομένως ο χορός του μπορεί να αλλάξει χαρακτήρα κι από τελετουργικός, από χορός ζωής του πιασμένου ξωτάρη, να έχει την τύχη του Ζεϊμπέκικου, του Καρσιλαμά και των Χασάπικων, που ζουν μια δεύτερη αλλά κατεστραμμένη ζωή.

Αναχώρηση σφουγγαράδων, Κάλυμνος 1950. Φωτ. Δημ. Α. Χαρισιάδης, Αρχείο Μουσείου Μπενάκη. (πηγή: ένθετο από το CD «Κάλυμνος», παραγωγής του Λύκειον των Ελληνίδων)

Ο δρόμος που ακολούθησε ο νέος αυτός χορός με συγκεκριμένο μπροστελάτη, με και-νούργια μουσική, με χορευτικές κινήσεις που οδηγούν απλά και μόνο στη χορευτική καλύμνια φόρμα του Συρτού, με όλα τα χαρακτηριστικά της υπερβολής αντί του ελληνικού μέτρου, στην από κει και πέρα πορεία του, θα μπορούσε να προκαλέσει άμεσα τον αντίλογο για κάθε μια από τις επισημάνσεις έτσι όπως καταγράφονται σε διάφορα κείμενα.

«.... είναι απομίμηση ...», «....έχει γίνει αγαπητός...», «.....είναι καθαρά αντρικός ....», «..τελευταία κατοχυρώθηκε από τη Δημαρχία μας… (της Καλύμνου)», «.... από την πρώτη φορά γίνεται επιτυχία...», «... ο χορός του μηχανικού εντυπωσίαζε παντού, τον κινηματογραφούσαν, τον καταχειροκροτούσαν...», «.....Περισσότερο από μας ενθουσιάζονται όταν τον βλέπουν οι ξένοι κι έχουν έρθει ειδικά συνεργεία από δικές μας και ξένες τηλεοράσεις για να τον κινηματογραφήσουν ...», «..... πρωτοπαρουσιάστηκε σε πανελλήνιο διαγωνισμό χορού (1978) .......».

Πιστεύω πως πολλοί θα έχουν γίνει μάρτυρες της παρουσίασης του Μηχανικού. Άλλωστε οι ανυποψίαστοι θεατές ενθουσιάζονται από τα καμώματα (τρεμουλιάσματα ατάλαντου μίμου, πτώσεις, ανατάσεις, ρυθμικό τρέξιμο, πέταγμα της μαγκούρας) του μπροστελάτη χορευτή, που μετά τη «Δωδεκανησιακή σούστα» (SIC) χορεύουν και τον χορό του «παράλυτου» (;), του «μεθυσμένου» (;), του «γελωτοποιού» (;), ποιος ξέρει.

6. Τραγούδια

Στην Κάλυμνο έχουν καταγραφεί δεκάδες ακριτικά τραγούδια και παραλογές, στιχοπλοκιές και πολύστιχα ερωτικά τραγούδια. Παρόλα αυτά, ελάχιστα τραγουδιούνται και τα γλέντια γίνονται αποκλειστικά με δίστιχα που προσαρμόζονται στους καθιερωμένους σκοπούς. Οι σκοποί αυτοί παίρνουν το όνομα τους είτε από τον μουσικό που τους πρωτοτραγούδησε είτε από το τσάκισμα είτε από την περίπτωση όπου λέγονται.

Κύρια τραγούδια στα γλέντια των βοσκών είναι τα πεισματικά ή ξανάστρεφα. Τα «πεισματικά» των βοσκών αναφέρονταν μόνο στους ίδιους κι όχι στους άλλους τυχόν παρευρισκόμενους στο γλέντι, ενώ τα πεισματικά των θαλασσινών αναφέρονταν και στους βοσκούς. Τα πεισματικά τραγούδια συνοδεύονταν από μουσικά όργανα (τσαμπούνες ή βιολιά), ανάλογα από ποιους γίνονταν τα χορευτικά γεγονότα. Είναι ατέλειωτα αυτά τα δίστιχα και αυτοσχέδια, γίνονταν δε από αυτούς που είχαν το χάρισμα της «στιχοπλοκιάς».

Σούστα χορός, Βαθύ Καλύμνου, 1962 Φωτ. Λ. Δρανδάκης. (πηγή: ένθετο από το CD «Κάλυμνος», παραγωγής του Λύκειον των Ελληνίδων)

Μια συνήθεια που είχαν οι γυναίκες της Καλύμνου ήταν όταν γύριζαν τον χερόμυλο να τραγουδούν καλημερίσματα για τους συζύγους και αρραβωνιαστικούς τους που έλειπαν με τα σφουγγαράδικα.  

Άλλα τραγούδια είναι:

  • Το "Μαρούλι" (από το τσάκισμα του στίχου), που είναι συνήθως μελαγχολικού ή ερωτικού περιεχομένου.
  • Το "Αλά Ρούτζα" ή "αλά ρούες" με πεισματικό περιεχόμενο για τους βοσκούς (βουσκαρουίστικα).
  • Το "Γιάλα" (μελωδία Κώτικη), όπου τραγουδιούνται δίστιχα. Στη μελωδία αυτή τραγουδιούνται και τα παινέματα της νύφης στο γάμο.
  • Το "Πιπίνι", από το τσάκισμα "το πιπίνι, το πιπίνι, το νερό που πίνω πίνει", που τραγουδιέται στους γάμους.
  • "Της Μηχανής το φόρεμα" (πιο γνωστό σαν "Μπαρμπα-Θωμάς" ή "Μέσ' τα Πετρωτά", απ' τα ανάλογα τσακίσματα). Το τραγούδι αυτό τραγουδιέται στα γλέντια των σφουγγαράδων.
  • Το "Μέρα μέρωσε" στην Καλύμνικη παραλλαγή του. Είναι το τελευταίο τραγούδι του γάμου, όταν ξημερώνει.
  • Το πανελλήνια γνωστό (μέσω νεότερης δισκογραφικής διασκευής του), το σατυρικό "Ντιρλανταντά". Τραγουδιέται σε γλέντι με παρέα γυναίκες. Οι στιχοπλοκιές που τραγουδιούνται είναι πολλές. Άλλες απ' αυτές είναι φτιαγμένες και τραγουδιούνται από άντρες. Το "Ντιρλανταντά" τραγουδιέται αντιφωνικά, από τη μια γυναίκα που "τσιμάρει" (που τραγουδάει τον κυρίως στίχο) και από τις άλλες που χτυπάνε ρυθμικά παλαμάκια, επαναλαμβάνοντας το τσάκισμα "ντα-ντα-ντιρλανταντά".

Πέντε και τέσσερα εννιά, κι' ένα μας κάνουν δέκα μ' εγώ 'μαι που παντρεύτηκα, κι' πήρα μια ζυναίκα οί ψύρες κι' οι κονίες της, ήτο τα μόμπιλά της και οι αράχνες του σπιτιού, τ' αμπελοχώραφά της ήτο και μια καματερή, όπου 'έν υπήρχε ταίρι στίε τέσσερις επλάγιαζε κι' ξύπνα μεσημέρι Ώ ντιρλαντά, ντιρλανταντά στις δεκαπέντε του Μαρτιού, ήβαλε μια μπουγάδα και την αποτελείωσε, τη μιαλοβδομάδα το βράυ όντα γύριζα, να τη καλησπερίσω νερό δεν είχε να πληθώ, φαϊ για να 'ειπνήσω με πιάναν τα τζαόλια, κι' μπήα τις φωνές μου Άντρα μου έχω σου φαϊ, αγρέλλες μες το βάζο κάτσε σφαχτό μαχαίρωσε, και πάψε τις φωνές σου μ' έγώ δεν είμαι δούλα σου, να κάνω τις δουλιές σου η κουνέλα μας κι' βιόλα, φάαν τα ψωμιά μας όλα Ώ ντιρλαντά, ντιρλανταντά

Το εργατικό τραγούδι, με μορφή διαλόγου μεταξύ του καπετάνιου και των σφουγ-γαράδων, το "Για λέσα-για λέσα".

Δρ. Σταύρος Χαρ. Σπηλιάκος, Μάιος 2001


Πληροφορίες

Η παρούσα ψηφιακή αφήγηση (storymap), όπως και όλες οι αφηγήσεις της ψηφιακής βιβλιοθήκης, δημιουργήθηκαν από τη Spotin ΑΜΚΕ ( spotin.org ) σε συνεργασία με τον Λαογραφικό Μουσικοχορευτικό Όμιλο Γλυφάδας «Χοροστάσι» ( xorostasi.gr ). Σκοπός είναι να συλλέξει και να παρουσιάσει με εποπτικό και διαδραστικό τρόπο το πλούσιο λαογραφικό υλικό που πλαισιώνει κάθε περιοχή ενδιαφέροντος, το οποίο δεν εξαντλείται στην παρούσα αφήγηση.

Η επιλογή και ο τρόπος παρουσίασης του υλικού έγιναν από τον χοροδιδάσκαλο κ. Γιώργο Βελισσαρόπουλο, το δε περιεχόμενο προέρχεται από διάφορες- τοπικές και ευρύτερες- λαογραφικές πηγές (βιβλιογραφία, αρθρογραφία, εργασίες, καταγραφές τοπικών εθίμων και δρωμένων, απομαγνητοφωνήσεις συνεντεύξεων, φωτογραφικά αρχεία, οπτικοακουστικό υλικό κ.ά.) που είτε αποτέλεσαν αντικείμενο προσωπικής μελέτης είτε ανήκουν στο προσωπικό αρχείο του χοροδιδασκάλου. Τα εισαγωγικά κείμενα κάθε περιοχής προέρχονται από δασκάλους και ερευνητές που μας έκαναν την τιμή να γράψουν και να μοιραστούν τη γνώση τους.

Το παρόν δεν συνιστά πρωτότυπο πνευματικό έργο ούτε αποσκοπεί στην κριτική θεώρηση των απόψεων που παρατίθενται στο υλικό που παρουσιάζεται. Το περιεχόμενο του υλικού ανήκει στις πηγές και στους δημιουργούς/γράφοντες από τις οποίες προέρχεται και στους οποίους γίνεται ειδική αναφορά και αντίστοιχη παραπομπή σε όλη την έκταση της αφήγησης.

Εικόνα Εξωφύλλου

Από τις γιορτές της αναχώρησης των σφουγγαράδων, Κάλυμνος, 1950, Φωτ. Δημ. Α. Χαρισιάδης, Αρχείο Μουσείου Μπενάκη. (πηγή: ένθετο από το CD «Κάλυμνος», παραγωγής του Λύκειον των Ελληνίδων)

Ενότητα 1-6

Δρ. Σταύρος Χαρ. Σπηλιάκος, Μάιος 2001

Καλυμνιωτοπούλες με «καβάδι», Κάλυμνος 1955. Φωτ. Δημ. Παπαδήμας. Φωτογρ. Αρχείο Ε.Λ.Ι.Α. (πηγή: ένθετο από το CD «Κάλυμνος», παραγωγής του Λυκείου των Ελληνίδων)

Καλύμνια, 1950. Φωτ. Δημ Α. Χαρισιάδης, Αρχείο Μουσείου Μπενάκη. (πηγή: ένθετο από το CD «Κάλυμνος», παραγωγής του Λύκειον των Ελληνίδων)

Γυμνός δύτης με «σκανταλόπετρα». Φωτογρ. Αρχείο Α. Σ. Μαΐλή. (πηγή: ένθετο από το CD «Κάλυμνος», παραγωγής του Λυκείου των Ελληνίδων)

Καλυμνιωτοπούλες με «καβάδι». (πηγή: ένθετο από το CD «Κάλυμνος», παραγωγής του Λύκειον των Ελληνίδων)

Αναχώρηση σφουγγαράδων, Κάλυμνος 1950. Φωτ. Δημ. Α. Χαρισιάδης, Αρχείο Μουσείου Μπενάκη. (πηγή: ένθετο από το CD «Κάλυμνος», παραγωγής του Λύκειον των Ελληνίδων)

Σούστα χορός, Βαθύ Καλύμνου, 1962 Φωτ. Λ. Δρανδάκης. (πηγή: ένθετο από το CD «Κάλυμνος», παραγωγής του Λύκειον των Ελληνίδων)