Από τα Φάρασα στη Δράμα

ο ξεριζωμός, το ταξίδι, η νέα πατρίδα

Τη συνέντευξη δίνει η κυρία Φωτεινή Καραούσογλου, το γένος Κουλόγλου, του Μηνά και της Αγγελικής, τη Δευτέρα 21/3/2022 στο σχολείο μας.

Τα Φάρασα (Βαρασός) Καππαδοκίας

Η κυρία Φωτεινή μας μιλάει για τη μητέρα της, Αγγελική Κουλόγλου, το γένος Καροπούλου, του Παύλου και της  Χριστίνας από τα Φάρασα της Καππαδοκίας. Η Αγγελική Καροπούλου ήρθε στην Ελλάδα με την οικογένειά της και τους συγχωριανούς τους μετά από την απόφαση για την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών, το 1924, σε ηλικία 14 ετών. Η κυρία Φωτεινή θυμάται τις διηγήσεις της μητέρας της για τις συνθήκες ζωής της οικογένειας στα Φάρασα και μας λέει: «Ζούσαν στον Βαρασό και η ασχολία της οικογένειας ήτανε η κτηνοτροφία, τα κηπευτικά και τα χωράφια. Η ζωή τους εκεί ήταν πολύ καλή και η σχέση τους με τους Τούρκους ήταν επίσης καλή. Ήτανε άνθρωποι της δουλειάς, όχι ευκατάστατοι, αλλά ζούσαν καλά. Μετά από κει, τότε που έγινε η ανταλλαγή, τότε χάλασαν τα πράγματα.» Της έλεγε η μητέρα της για τις βιαιοπραγίες των Τσέτηδων εναντίον των Ελλήνων, πως κλέβανε, εκβιάζανε και τρομοκρατούσαν τον κόσμο που κλεινόταν από νωρίς στα σπίτια, ιδίως τα κορίτσια, από τον φόβο των Τσέτηδων. Τότε, ο «Παπαφέντης», ο πνευματικός αρχηγός του χωριού, ο μετέπειτα αναγνωρισμένος ως Άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης, πήρε την απόφαση να οδηγήσει το «κοπάδι» του στην Ελλάδα. «Θα πάρω το κοπάδι μου και θα φύγουμε, θα πάμε στην Ελλάδα».  

Ακούστε την αφήγησή της:

00:00
/
00:00

"Είχανε φόβο τους Τσέτηδες"

Καππαδοκία -  www.touristorama.com 

«Μπροστά μας το τρελό τοπίο απλωνότανε σαν ένας δίσκος με ακατανόητα παιχνίδια. Πέτρες κάθε λογής και κάθε διαμόρφωσης από τα στοιχειά της φύσης ή από τα χέρια των ανθρώπων. Τρύπιες πέτρες, φαγωμένες από τα νερά, λαξεμένες κούφιες από μέσα, με πελεκητά πορτοπαράθυρα. Κάποτε τα εξωτερικά τοιχώματα είχανε πέσει, κι άφηναν το βλέμμα να σεργιανήσει με οικειότητα στα κελιά και στα κανάλια ενός περίπλοκου μοναστηριού. Φθορά από τη μοίρα της γης, φθορά από τη μοίρα των ανθρώπων. Τα χειμωνιάτικα νερά γεμίζουν τις ρωγμές των βράχων παγώνουν διαστέλλονται και τους σπάζουν. Οι άνθρωποι ξεχύνονται κάποτε κοπάδι σαν την ακρίδα και ξεκληρίζουν τα πάντα. Άκουες πάλι να γυρίζει στο πλευρό σου η ρόδα της ζωής και του θανάτου…»

Γιώργος Σεφέρης, Τρεις μέρες στα πετροκομμένα μοναστήρια της Καππαδοκίας, 1953

Φάρασα (Βαρασός) Καππαδοκίας

Φαρασιώτες πριν το 1924 στην περιοχή της Καισάρειας

Ο Γαλάς, το βυζαντινό κάστρο του Βαρασού

Κατά την φαρασιώτικη παράδοση, σε άγνωστη χρονικά εποχή μουσουλμάνοι επιδρομείς Άραβες ή Τούρκοι με αρχηγό κάποιον Γήραλη κυρίευσαν την περιοχή. Τότε όσοι από τους κατοίκους πρόλαβαν κρύφτηκαν στα δάση και τις σπηλιές των γύρω βουνών για να γλιτώσουν, οι υπόλοιποι είτε σφαγιάστηκαν, είτε πάρθηκαν σκλάβοι, ενώ οι κατακτητές γκρέμισαν τα χωριά και τους οικισμούς, τους ναούς και τα μοναστήρια και φυσικά και τα κάστρα που αποτελούσαν το καταφύγιο των κατοίκων και προστάτευαν την περιοχή. Όσοι από τους κατοίκους γλίτωσαν μαζί με αυτούς από τα υπόλοιπα χωριά αλλά και άλλους προερχόμενους από γειτονικές περιοχές και την νοτιότερη  Κιλικία , μετά το πέρασμα του κινδύνου μαζεύτηκαν και ξαναέχτισαν τον Βαρασό εγκαταλείποντας τις προηγούμενες εστίες τους.

Η επιλογή του συγκεκριμένου χώρου έγινε λόγω του δυσπρόσιτου και φυσικού οχυρού του τόπου με τις ελάχιστες ελεγχόμενες διαβάσεις προς αυτόν. Το χτίσιμο του νέου οικισμού έγινε στον χώρο κάτω από το παλαιό κεντρικό κάστρο και πάνω στις γκρεμισμένες εξωτερικές ζώνες του και έξω απ’ αυτές. Με το πέρασμα του χρόνου και όταν ηρέμησαν αρκετά τα πράγματα και σταμάτησαν οι επιδρομές και οι λεηλασίες, επειδή ο πληθυσμός είχε αυξηθεί και η περιοχή που είναι ορεινή δεν μπορούσε να τον θρέψει αρκετά, αλλά και επειδή τα μεγάλα σιδηροπαραγωγικά ορυχεία βρισκόντουσαν σε τοποθεσίες μακριά από τον Βαρασό, άρχισε σιγά-σιγά η μετακίνηση του πληθυσμού στις παλιές τοποθεσίες που υπήρχαν πριν χωριά ή είχαν καλλιεργήσιμες εκτάσεις ή ήταν κοντά σε κάποια σημαντική φλέβα μεταλλεύματος. Έτσι δημιουργήθηκαν τα υπόλοιπα έξι ελληνόφωνα φαρασιώτικα χωριά   Αφσάρι  Κίσκα  Σατής  Τσουχούρι  Φκώσι  και  Ξουρδζάιδι .


Πρόσφυγες

Η απόφαση ήταν δύσκολη, ακόμη πιο δύσκολη ήταν η πορεία για τη μητέρα Ελλάδα που τους έλεγε ο «Παπαφέντης». Πήρανε τις εικόνες τους και ότι μπορούσε να κουβαλήσει ο καθένας, χρήματα, αν είχαν και λίγο ψωμί για τον δρόμο, είχανε μαζί μικρά παιδιά και ηλικιωμένους που δυσκόλευαν την πορεία, περπατούσαν, σταματούσαν κάπου κάπου, πλαγιάζανε και μετά ξεκινούσαν πάλι. Τα μικρά παιδιά πεινούσαν, πολλοί ηλικιωμένοι δεν άντεξαν και πέθαναν στον δρόμο. Εκεί σταματούσαν την πορεία, σκάβανε, τους χώνανε και συνέχιζαν πάλι. Χάθηκαν πολλά άτομα στον δρόμο, θα ήταν γύρω στις τέσσερις χιλιάδες οι κάτοικοι των χωριών των Φαράσων, όπως της έλεγε η μητέρα της,  αλλά πολλοί έμειναν πίσω, κυρίως οι ηλικιωμένοι, δεν ακολούθησαν. Μετά από 5-6 ημέρες δύσκολη πορεία έφτασαν στη θάλασσα και επιβιβάστηκαν στο καράβι. Η μάνα της ήτανε 14 χρονών τότε και μαζί με τους γονείς της και τα αδέρφια της, τον Βασίλη, τον Λάζαρο και τη Σοφία έφτασαν στον Πειραιά. Ο αδερφός της, ο Βασίλης, ήταν παντρεμένος με την Αρχώ (Αρχοντούλα), η οποία ήταν έγκυος και το μωρό γεννήθηκε μέσα στο καράβι. Το μεγαλύτερο μέρος των προσφύγων από την Καππαδοκία κατευθύνθηκε προς το λιμάνι της Μερσίνας, στη Νότια Μικρά Ασία, για να επιβιβαστεί στα πλοία που τους οδήγησαν μετά από αρκετές μέρες ταλαιπωρίας στον Πειραιά. Ίσως αυτό να είναι και το λιμάνι της αφήγησης της κυρίας Φωτεινής, καθώς δεν το θυμάται πλέον.

Πορεία προσφύγων

Ακούστε την αφήγησή της:

00:00
/
00:00

"Εκεί δεν τους φερθήκανε καλά"

Εικόνα κειμήλιο που πήραν μαζί τους οι Φαρασιώτες στην Ελλάδα

Ο Βασίλης Καρόπουλος με τη γυναίκα του Αρχώ και το μωρό που γεννήθηκε στο καράβι για τον Πειραιά


Η εγκατάσταση

Η κυρία Φωτεινή θυμάται ότι μετά από τις δύο εβδομάδες που έμειναν στον Πειραιά, την καραντίνα που τους επέβαλαν υποχρεωτικά, την πείνα, την ένδεια και την κακουχία που είχαν, αλλά κυρίως την κακή υποδοχή από τους ντόπιους, που δεν την περίμεναν, ο «Παπαφέντης» πήρε την απόφαση να πάνε όλοι στην Κέρκυρα. Κι εκεί οι ντόπιοι δεν τους ήθελαν μέσα στην πόλη, έτσι τους έβαλαν στο φρούριο. Εκεί κάθισαν μερικούς μήνες, μπορεί και χρόνο, δε θυμάται ακριβώς η κυρία Φωτεινή, αλλά επειδή ούτε κι εκεί τους ήθελαν, αποφασίστηκε να φύγουν και να πάνε άλλοι στην Αθήνα, άλλοι στην Κόνιτσα, άλλοι στη Θεσσαλονίκη. «Οι δικοί μου, ο παππούς μου καταρχήν πήγανε στο Πλατύ Ημαθίας και από κει καθίσανε κανένα χρόνο, δύο και έλεγαν ότι κι από δω πρέπει να φύγουν ορισμένοι και ρωτήσανε: εσύ που θέλεις να πας; Κι ο παππούς μου, επειδή ασχολούνταν με την κτηνοτροφία, λέει «καλύτερα να πάμε στα βουνά».  Έτσι βρέθηκαν στο Παρανέστι της Δράμας. Στο Πλατύ η μητέρα της Αγγελικής πέθανε από ελονοσία.

Ακούστε την αφήγησή της:

00:00
/
00:00

"Καλύτερα να πάμε στα βουνά"

Η καραντίνα Τα πλοία από τη Μικρά Ασία πήγαιναν πρώτα στο λοιμοκαθαρτήριο του Αγίου Γεωργίου, ένα μικρό νησάκι κοντά στη Σαλαμίνα, όπου έπρεπε να παραμείνουν υποχρεωτικά για καραντίνα και μετά να συνεχίσουν την πορεία τους. Μαρτυρίες προσφύγων περιγράφουν με πολύ άσχημο τρόπο την παραμονή τους εκεί. «Δεκαπέντε μέρες μείναμε στα βαπόρια. Έπειτα φτάσαμε στον Πειραιά. Απ' τον Πειραιά μόνο τα σύρματα ξέρω. Στα σύρματα είκοσι μέρες μας κρατήσανε. Αμάν, πολύ μας ρεζιλέψανε, πολύ μας βασανίσανε. Μας βάλαν στη σειρά. Τα μικρά και τις γριές απ' τη ρίζα μας κουρεύανε. Έκλαιγα, φώναζα: — Ψάξε με, δες με, δεν έχω ψείρες! Με το ζόρι με κουρέψανε. Σαν κολοκύθι με κάνανε. Πολύν καιρό έπειτα ντρεπόμουνα να βγω στην αγορά να ψουνίσω. Μας γδύσανε. Ό,τι φορούσαμε στον κλίβανο, άντε, τα βάλανε. Παπούτσια δεν είχαμε έπειτα να φορέσουμε. Μας δίνανε να φάμε. Είχαμε και μαζί μας. Όμως στην καραντίνα μεγάλο ρεζιλίκι, μεγάλο σεφιλίκι [=κακοπάθεια] ήτανε. Είκοσι μέρες κράτησε. Από τον Αι-Γιώργη, απ' τον Πειραιά, μας βάλανε στο βαπόρι, στη Θεσσαλονίκη μας φέρανε. (Μαρτυρία Καλλισθένης Καλλίδου από τo χωριό Φερτέκι της Καππαδοκίας, κοντά στη Νίγδη).

Η Έξοδος (έκδοση του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών), τόμ. Β , σ. 261.

Πρόσφυγες από άλλο χωριό της Καππαδοκίας, τη Νίγδη, που έφτασαν, όπως και οι Φαρασιώτες, στην Κέρκυρα τον Οκτώβριο του 1924

Εγκατάσταση προσφύγων στο Πλατύ Ημαθίας


Ο «Παπαφέντης»,  Άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης

Στην Κέρκυρα αρρώστησε και πέθανε ο «Παπαφέντης», σαράντα μέρες μετά την άφιξή τους εκεί, δεν πήγε ούτε στο νοσοκομείο, έμεινε μαζί τους και ζήτησε να τον θάψουν εκεί με τα ρούχα που φορούσε, θυμάται η κυρία Φωτεινή από τις διηγήσεις της μάνας της. Ο «Παπαφέντης» ήταν ο πνευματικός ηγέτης των Φαρασιωτών που τους καθοδηγούσε και τους προστάτευε,  όταν ήταν στα Φάρασα, αλλά και μετά στην Ελλάδα, όσο έζησε. « Ήταν ο πιο απλός», «το τι καλά έκανε και τους προστάτευε πάρα πολύ», «ό,τι έλεγε ο «Παπαφέντης», αυτό κάνανε», λέει η κυρία Φωτεινή. Ο «Παπαφέντης βάφτισε όλα τα παιδιά των Φαρασιωτών, τον Αύγουστο του 1924, πριν ξεκινήσουν για την Ελλάδα, για να μην πεθάνει στο δύσκολο ταξίδι κάποιο αβάπτιστο. Ανάμεσα στα μωρά που βάφτισε ήταν και το μωρό του Πρόδρομου Ενζεπίδη, στο οποίο έδωσε το όνομά του «Αρσένιος», για να αφήσει έναν καλόγερο στο πόδι του. Είναι ο μετέπειτα Άγιος Παΐσιος, ο οποίος αργότερα μετέφερε τα οστά του «Παπαφέντη» στη Σουρωτή Θεσσαλονίκης.

Ακούστε την αφήγησή της:

00:00
/
00:00

"Ό,τι έλεγε ο "Παπαφέντης", αυτό κάνανε"

00:00
/
00:00

"Ήτανε ο πιο απλός"

Περισσότερα για τα Φάρασα και τον Άγιο Αρσένιο τον Καππαδόκη μπορείτε να δείτε στο βίντεο της ΕΤ3

Φάρασα και ο Άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης

Υπογραφή του Αρσένιου Χατζηεφεντή σε έγγραφο βάφτισης


Ξανά πρόσφυγες

Στη Δράμα πήγαν κάποιοι στην Πρασινάδα, χωριό του σημερινού δήμου Παρανεστίου και κάποιοι στα γειτονικά Θερμιά με τα ιαματικά λουτρά. Αυτοί έμειναν στην Πρασινάδα, Ασχολήθηκαν με την κτηνοτροφία. Είχαν πάνω από δύο χιλιάδες ζώα, πρόβατα, κατσίκια, αγελάδες, παραγιούς για τα κοπάδια και ήταν πολύ καλά. Η μητέρα της Αγγελική Καροπούλου παντρεύτηκε τον πατέρα της Μηνά Κουλόγλου, γιο του Πρόδρομου και της Ελισάβετ, που είχε έρθει και αυτός από τα Φάρασα και ήταν πολύ ευκατάστατος και στα Φάρασα αλλά και μετά στη Δράμα. Ζούσαν πολύ καλά στην Πρασινάδα μέχρι που άρχισε ο πόλεμος του 1940. Τότε καταστράφηκαν και ξεριζώθηκαν πάλι. Κρύψανε σε μεγάλους λάκκους όλα τους τα υπάρχοντα και από πάνω φύτεψαν στάρι για αν μην τους τα πάρουν. Έφυγαν πάλι και πήγαν σε άλλο χωριό της Δράμας, το Μεσοχώρι, μετά στη Χωριστή και τέλος κατέληξαν στην Πετρούσσα, "βουλγαροχώρι" ήταν τότε. Η ζωή τους έγινε πολύ δύσκολη, πάλι άρχισαν από την αρχή με ό,τι τους είχε απομείνει και με ένα μουλάρι, μια αγελάδα και ένα μισογκρεμισμένο σπίτι που τους έδωσε το κράτος.

Ακούστε την αφήγησή της:

00:00
/
00:00

"Μην κατσεύετε, να λέτε "Δόξα τω Θεώ"

Στην πρώτη φωτογραφία η Αγγελική Καροπούλου-Κουλόγλου. Δίπλα σελίδες καταλόγου του 1928 της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων και του υπουργείου Γεωργίας. Σε αυτόν αναφέρονται περίπου 250.000 πρόσφυγες και οι 2.000 οικισμοί της Ελλάδας όπου εγκαταστάθηκαν όσοι πήραν αγροτική γη. Μεταξύ αυτών η οικογένεια Παύλου Καρόπουλου και ο Πρόδρομος Καρόγλου, πατέρας του Μηνά, συζύγου της Αγγελικής

Ν. Δράμας: τόπος εγκατάστασης της Αγγελικής Καροπούλου και της οικογένειάς της


Το δέσιμο των προσφύγων

Η κυρία Φωτεινή γεννήθηκε στην Πρασινάδα της Δράμας το 1941 και είναι το τρίτο από τα έξι παιδιά της οικογένειας, πέντε κορίτσια και ένα αγόρι. Το 1960 παντρεύτηκε τον Ιωάννη Καραούσογλου του Ανέστη Καραούσογλου και της Βασιλικής Χουμπουρίδου, με καταγωγή επίσης από τα Φάρασα. Το 1973 εγκαταστάθηκαν ως εσωτερικοί μετανάστες στην πόλη της Χαλκίδας.  Η κυρία Φωτεινή μας μιλάει για τις πολύ καλές σχέσεις που έχει με τους συγγενείς της και το δέσιμο που νιώθουν οι πρόσφυγες μεταξύ τους. Αφηγείται εδώ ένα χαρακτηριστικό περιστατικό από παλιά, όταν μιλώντας τα Φαρασιώτικα στους δρόμους του Μοσχάτου Αττικής, όπου κατοικούν πολλοί Φαρασιώτες και υπάρχει επίσης και ο Σύλλογος Φαρασιωτών Μοσχάτου, αναγνωρίστηκε με συγγενείς της.

Ακούστε την αφήγησή της:

00:00
/
00:00

"Ποιανού μαχτσούμια είστε εσείς;"

Η οικογένεια του συζύγου της κυρίας Φωτεινής, Γιάννη Καραούσογλου, επίσης με καταγωγή από τα Φάρασα της Καππαδοκίας

Ο  Φαρασιώτικος σύλλογος  ιδρύθηκε το 1926 στο Μοσχάτο με σκοπό να βρει κατάλληλο μέρος για την εγκατάσταση των Φαρασιωτών που ήρθαν στην Ελλάδα με την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1924


Προσκύνημα στο πατρικό

Ένας πρώτος ξάδερφος της κυρίας Φωτεινής, ο Λάζαρος, γιος του αδερφού της Βασίλη, μερικά χρόνια πριν επισκέφτηκε το χωριό και το σπίτι της οικογένειας, το οποίο υπήρχε τότε και το αναγνώρισε από τις διηγήσεις του πατέρα του. Το σπίτι διώροφο με τα ίδια ξύλινα παράθυρα, τις ίδιες ξύλινες πόρτες, όπως παλιά, ένα μικρό ξύλινο μπαλκονάκι, τη βρύση, ακόμη και κάποια δέντρα αναγνώρισε, τη ροδιά που υπήρχε στην αυλή. Τίποτα δεν είχε αλλάξει, τίποτα δεν είχαν φτιάξει οι νέοι κάτοικοι. Η κυρία Φωτεινή αναρωτιέται πώς στέκεται ακόμα. Ο Λάζαρος έφερε μαζί του λίγο χώμα και η κυρία Φωτεινή το έριξε στο μνήμα της μάνας της.

Ακούστε την αφήγησή της:

00:00
/
00:00

"Το 'ριξα στο μνήμα της μάνας μου"

Το σπίτι των Καροπουλαίων στον Βαρασό το 2014

Ο Ναός των Αγίων Βραχησίου και Ιωνά στον Βαρασό, σήμερα τζαμί


Φαρασιώτικες μαγειρικές

Η κυρία Φωτεινή θυμάται τα φαγητά που έφτιαχνε η μάνα της και οι άλλες γυναίκες, φαγητά που έφτιαχναν και στην πατρίδα τους, τα Φάρασα. Έφτιαχναν καβουρμά, έσφαζαν το γουρούνι, το καβουρντίζανε, το βάζανε σε πιθάρια και το σκέπαζαν με το λίπος του γουρουνιού για να το συντηρήσουν. Για τον παστουρμά έκοβαν το κρέας σε κομμάτια, το αλάτιζαν, το άφηναν μερικές μέρες για να ψηθεί, το ξεπλένανε, το καπνίζανε στη φωτιά, το αλατίζανε ξανά, όχι πολύ, το σκουπίζανε και μετά το κόβανε φέτες, όπως της έλεγε η μάνα της. Το τσιμένι, μοσχοσίταρο στα ελληνικά, ήταν φυτό που το καλλιεργούσαν στα Φάρασα , αλλά και στη Δράμα, μας λέει η κυρία Φωτεινή, το ξεραίνανε, το τρίβανε, το ανακατεύανε με κόκκινο πιπέρι και σκόρδο και με αυτό κουκουλώνανε το κρέας που ήτανε για παστουρμά.

Ακούστε την αφήγησή της:

00:00
/
00:00

"Ο καβουρμάς κι ο παστουρμάς"

Ας δοκιμάσουμε να φτιάξουμε με τον παστουρμά μια νόστιμη παστουρμαδόπιτα

Φτιάχνανε ακόμη πλιγούρι, κορκότο και τραχανά, που τα κάνανε σούπα και ήταν πολύ δυναμωτικά για τη σκληρή δουλειά που έκαναν στο χωριό. Ακόμη η κυρία Φωτεινή μας λέει για τα προψημένα φύλλα που έφτιαχναν για να υπάρχουν και να τα χρησιμοποιούν για τις πίτες τους.

Ακούστε την αφήγησή της

00:00
/
00:00

"Το κορκότο"

00:00
/
00:00

"Οι πίτες"

Άντρες στην αυλή του Ανέστη Καραούσογλου σπάζουν το στάρι με τα τσοκούτσε στο σοχού για κορκότο και πλιγούρι

Στο Μουσικό Οδοιπορικό με τη Δόμνα Σαμίου που είναι αφιερωμένο στα Φάρασα της Καππαδοκίας (1977) μπορείτε να ακούσετε μεταξύ άλλων το τραγούδι του αλέσματος του πλιγουριού από Φαρασιώτες στο Πλατύ Ημαθίας

Το τραγούδι του αλέσματος του πλιγουριού. Κάθε νοικοκυρά άλεθε το στάρι στον πέτρινο χερόμυλο για να ετοιμάσει το πλιγούρι της.

Εγώ πηγαίνω στο μύλο, όταν με δεις χαμήλωσε Εγώ πηγαίνω στο Ετσί (τοποθεσία), έβγα και συ από κει Εκεί κάτω και πάνω-κάτω, στη αυλή μας από κάτω Μ’ έχεις και δε μ’ έχεις με μια έγνοια μ' έχεις.


Γλέντια και χοροί

Η κυρία Φωτεινή θυμάται ότι οι γονείς της κάνανε πολλά γλέντια, τραγουδούσαν και χόρευαν τα τραγούδια τους και τους χορούς τους και αυτό το κράτησε και η ίδια αργότερα με τα αδέρφια και τα ξαδέρφια της, όταν βρίσκονταν σε γιορτές. Θυμάται ότι χόρευαν το χορό με τα κουτάλια και σηκωνόταν και η ίδια να χορέψει μαζί με τη μάνα της, μας μιλάει για την καλή φορεσιά του γάμου και τις αναμνήσεις από τη μητέρα της που της είχαν ζητήσει να την περιγράψει για να την διασώσουν, θυμάται και σιγοτραγουδά λίγο το τραγούδι του Αι Βασίλη, που το έλεγαν μόνο στα Φάρασα την παραμονή της Πρωτοχρονιάς.

Ακούστε την αφήγησή της:

00:00
/
00:00

"Οι γιορτές"

00:00
/
00:00

"Το τραγούδι του Άι Βασίλη"

Χορός κουταλιών

Χορός κουταλιών

Γυναίκες από το χωριό Σεμέντερε της Καππαδοκίας χορεύουν με τα κουτάλια ντυμένες την τοπική τους φορεσιά. Προσφορά στο Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών από την κ. Σοφία Γορανίτη. Από τον κατάλογο του Octave Merlier για την φωτογραφική έκθεση του Κ.Μ.Σ. «Ο τελευταίος ελληνισμός της Μικράς Ασίας» που έγινε το 1974 στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων.

© Μουσικό Λαογραφικό Αρχείο Μέλπως Μερλιέ - Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών.

Υμηττός, 1976, Εκπομπή «Μουσικό Οδοιπορικό με τη Δόμνα Σαμίου»

Χυτάτε να υπάμε σον Έ-Βασίλη Να κρεμάσωμεν τα κρέτε σο σίδι Έσσυρεν δζαι δώδζεν δζαί α γεσίλι Τε χτες την εβίτσα σον Έ-Βασίλη Τζάλτσεν δζούβρεν δζαι μασαίρι ν’ τα φσάξη Έφσαξεν τα δζαι μο τον κοδευτήρι. Κυριαλέημον, Κυριαλέησον Έ Παναγιά μου Θεοτόκον Θεοτόκο, Θεοτόκο Σου Σαχ-Μούρη τη Θεοτόκο.

Απόδοση στα νεοελληνικά

Τρέξετε να πάμε στον Αϊ-Βασίλη να κρεμάσουμε τα κρέατα στην ιτιά Τουφέκισε και βάρεσε ένα ελάφι απ' τα χτες την αυγή στον Άγιο Βασίλη Έψαξε να βρει μαχαίρι να το σφάξει και δεν βρήκε και το έσφαξε με το κλαδευτήρι.

Από το βιβλίο του του παπα-Θόδωρου Θεοδωρίδη Χυτάτε να υπάμε σον Έ-Βασίλη, Αθήνα 1972.

Ενδυμασία Φαρασιωτών (αποικία των Φαράσων Γαρσαντή ή Φκόσι στα Φαρασιώτικα ή Γαράκιοϊ (Καράκιοϊ)

Σάλτα (κοντό σακάκι) φαρασιώτικης φορεσιάς που έφεραν μαζί τους πρόσφυγες


Η Φαρασιώτικη διάλεκτος

Σε όλη τη διάρκεια της συνέντευξης η κυρία Φωτεινή αναφέρει αρκετές φορές «Εμείς είμαστε Φαρασιώτες», «Εμείς είμαστε Καισαρειώτες, Φαράσανοι λεγόμαστε και η γλώσσα μας είναι φαρασιώτικη», «Έχουμε σύλλογο στο Μοσχάτο», «Και τώρα ακόμα μιλάμε στη γλώσσα μας, δεν την αφήνουμε», «Θα την μιλάμε μέχρι να πεθάνουμε». Η καταγωγή και η ταυτότητα της κυρίας Φωτεινής είναι πολύ ιερά και προσπαθεί συνειδητά να τα διαφυλάξει, κρατώντας έτσι ζωντανή τη μνήμη των προγόνων της και της πατρογονικής τους εστίας, απ’ όπου ξεριζώθηκαν τόσο άδικα και βίαια, όπως και τόσες χιλιάδες πρόσφυγες μετά το 1922. Έμαθε από τη μάνα της τη γλώσσα τους, τη θυμάται ακόμα στα 82 της χρόνια και τη μιλάει, όποτε της δίνεται η ευκαιρία, τώρα πια με τα ξαδέρφια της μόνο, η κόρη της την καταλαβαίνει, αλλά δεν την μιλάει, ο γιος της καθόλου.

Ακούστε την να μιλάει φαρασιώτικα

00:00
/
00:00

"Μιλάμε τη γλώσσα μας"

00:00
/
00:00

"Μέχρι να πεθάνουμε"

Η Καππαδοκική διάλεκτος είναι ελληνογενής διάλεκτος που μιλιόταν στην Καππαδοκία της σημερινής κεντρικής Τουρκίας.

Η Καππαδοκική διάλεκτος, όταν είχε ακόμη φυσικούς ομιλητές στον χώρο της, περιελάμβανε τρεις ομάδες ιδιωμάτων (με βάση γλωσσογεωγραφικούς παράγοντες): α) το ιδίωμα της Σίλλης (κοντά στο Ικόνιο), β) το ιδίωμα των Φαράσων (και άλλων έξι χωριών που βρίσκονταν στην ίδια κοιλάδα), και γ) το ιδίωμα της κυρίως Καππαδοκίας. 

Παραμύθι από τα Φάρασα (απόσπασμα από τον Dawkins, 1916, σ. 502).

Σα μπρώτο νταρό έντουν έργκο. Ατžεί ‘ς α μέρος ήσανται τέσσαρα νομάτοι. Σ’ απίσου το κόμμα είχαν α μουσκάρι. Μουσκάρι κ’ είπεν: «Α φάγω το κεπέκι». Μούχτσεν dα το τšουφάλιν dου σο πιθάρι, έφαεν dα το κεπέκι. Στέρου τžο μπόρκε να βγκάλει dο τšουφάλιν dου. Σωρεύταν dου σπιτού οι νομάτοι. «Να ιδούμε τους αν do ποίκομε». Τžο μπόρκαν να ποίκουν αν γκατžί. Το γερού οι νομάτοι: «Να κόψομ’ το τšουφάλιν dου, να γλυτώσομε το πιθάρι».

Μετάφραση: Τον παλιό καιρό έγινε ένα συμβάν (έργο). Εκεί σε ένα μέρος ήταν τέσσερεις άνθρωποι. Στο πίσω δωμάτιο είχαν ένα μοσχάρι. Το μοσχάρι είπε: «Θα φάω το πίτουρο». Έχωσε το κεφάλι του στο πιθάρι και έφαγε το πίτουρο. Ύστερα δεν μπορούσε να βγάλει το κεφάλι του. Μαζεύτηκαν οι άνθρωποι του σπιτιού. «Να δούμε τι θα κάνουμε». Δεν μπόρεσαν να φτειάξουν κάποιο σχέδιο. Οι μισοί άνθρωποι [είπαν]: «Να κόψουμε το κεφάλι του, να γλυτώσουμε το πιθάρι».

Η Καππαδοκική διάλεκτος

Ακούστε την Αγγελική Καροπούλου:

00:00
/
00:00

Η προσευχή που λέει στα εγγόνια της η Αγγελική Καροπούλου

Τα Φάρασα (Βαρασός) σήμερα (φωτογραφία του 2018)


Στον χάρτη

Το ταξίδι της προσφυγιάς της Αγγελικής Καροπούλου

Πρόσφυγες από άλλο χωριό της Καππαδοκίας, τη Νίγδη, που έφτασαν, όπως και οι Φαρασιώτες, στην Κέρκυρα τον Οκτώβριο του 1924

Υπογραφή του Αρσένιου Χατζηεφεντή σε έγγραφο βάφτισης

Ν. Δράμας: τόπος εγκατάστασης της Αγγελικής Καροπούλου και της οικογένειάς της

Ο  Φαρασιώτικος σύλλογος  ιδρύθηκε το 1926 στο Μοσχάτο με σκοπό να βρει κατάλληλο μέρος για την εγκατάσταση των Φαρασιωτών που ήρθαν στην Ελλάδα με την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1924

Ο Ναός των Αγίων Βραχησίου και Ιωνά στον Βαρασό, σήμερα τζαμί

Άντρες στην αυλή του Ανέστη Καραούσογλου σπάζουν το στάρι με τα τσοκούτσε στο σοχού για κορκότο και πλιγούρι

Χορός κουταλιών

Ενδυμασία Φαρασιωτών (αποικία των Φαράσων Γαρσαντή ή Φκόσι στα Φαρασιώτικα ή Γαράκιοϊ (Καράκιοϊ)

Σάλτα (κοντό σακάκι) φαρασιώτικης φορεσιάς που έφεραν μαζί τους πρόσφυγες

Τα Φάρασα (Βαρασός) σήμερα (φωτογραφία του 2018)

Φαρασιώτες πριν το 1924 στην περιοχή της Καισάρειας

Ο Γαλάς, το βυζαντινό κάστρο του Βαρασού

Εικόνα κειμήλιο που πήραν μαζί τους οι Φαρασιώτες στην Ελλάδα

Ο Βασίλης Καρόπουλος με τη γυναίκα του Αρχώ και το μωρό που γεννήθηκε στο καράβι για τον Πειραιά