
1. Εισαγωγή
«Ο καρπαθιακός λαός είναι φύσει ευθυμότατος και διαχυτικότατος, αγαπά δε εξαιρετικώς τον χόρον και κατά τας εορτάς και τα Κυριακάς μετά την ιεράν λειτουργίαν, θα στηθεί ο χορός ή εις τον αυλόγυρο της εκκλησίας ή εις το αλώνι, αν η εκκλησία είναι εν τη εξοχή, ή εις κάποιαν οικίαν ευρύχωρον του χωρίου».
Με αυτά τα λόγια ο Μιχαηλίδης-Νουάρος περιγράφει την επίμονη ενασχόληση των Καρπαθίων με το χορό και το τραγούδι.
Ιστορικές φωτογραφίες
2. Ο «Χορευτικός Κώδικας» στην Κάρπαθο
Πράγματι, ο χορός και το τραγούδι, τουλάχιστον μέχρι τη δεκαετία του 1970, όπου, σταδιακά, η ανάπτυξη και ο δυτικός τρόπος ζωής περιόρισαν τις παραδοσιακές μορφές έκφρασης, είχαν ιδιαιτέρως σημαντική θέση στη ζωή των Καρπαθίων και αυτό αποτυπώνεται στο γεγονός ότι, γύρω από τη μουσική και, κυρίως, τη χορευτική παράδοση της Καρπάθου, αναπτύχθηκε, διαχρονικά, ένα σύνολο άγραφων, άτυπων κανόνων – ένας, θα λέγαμε, αυτοτελής «Χορευτικός Κώδικας» – με υψηλή σημειολογική σημασία, τόσο κινησιολογικά όσο και μουσικο-στιχουργικά, οι οποίοι ετηρούντο αυστηρά, τελετουργικά, σχεδόν μυσταγωγικά, και αναδείκνυαν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του καρπαθιακού λαού, τόσο συλλογικά, από απόψεως κοινωνικής οργάνωσης, όσο και ατομικά, δηλ. από απόψεως προσωπικότητας, ατομικής συγκρότησης και ψυχικής διάθεσης του κάθε χορευτή.
(αριστερά) «Φορεσιά με καβάι Καρπάθου» (πηγή «Ελληνικές φορεσιές, Συλλογή του Λ.Ε. Καλαμάτας», Ιωάννα Παπαντωνίου) (κέντρο) «Ιταλική φωτογραφία, πριν το 1930. Διακρίνεται το πανωφόρι, το ονομαζόμενο ράσο, που φορούσαν οι άντρες σε όλη την Κάρπαθο.» (πηγή «Ο χορός στον πολιτισμό της Καρπάθου», Μαριγούλα Κρητσιώτη & Άλκης Ράφτης) (δεξιά) «Φορεσιά με καβάι Καρπάθου» (πηγή «Ελληνικές φορεσιές, Συλλογή του Λ.Ε. Καλαμάτας», Ιωάννα Παπαντωνίου)
Χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτού του «Κώδικα» είναι, μεταξύ άλλων, το ιδιαίτερα εμφανές αποτύπωμα στο γλωσσικό ιδίωμα των Καρπαθίων της αναγνώρισης ότι η επίδοση στη χορευτική τέχνη συνιστά κοινωνική αξία και εξαιρετική αρετή. Η υψηλή θέση που κατείχε ο χορός στη ζωή των Καρπαθίων, όχι μόνο ως ψυχαγωγική ευκαιρία, αλλά συγχρόνως ως μία σοβαρή εθιμοτυπική διαδικασία με σύνθετο περιεχόμενο, αναδεικνύεται μέσα από ποικίλες εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής – από την επιλογή, προετοιμασία και επίδειξη των ρούχων και των κοσμημάτων ανάλογα με την περίσταση, μέχρι την θέση στην κοινωνική ιεραρχία, τις σχέσεις και θέσεις των δύο φύλων και τις διαπροσωπικές σχέσεις εν γένει. Το νοηματικό περίγραμμα λέξεων και φράσεων του απλού καθημερινού λόγου, όπως «καλός», «κακός» (χορός), «χάδι», «νάζι», «νεύρο», «κέφι» κ.α., διευρύνθηκε για να συμπεριλάβει έννοιες όπως την ποιότητα, τη δυναμική, την ψυχική διάθεση, τη δεινότητα στη χορευτική κίνηση και γενικά στη χορευτική πράξη, σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο.
3. Ρυθμική αγωγή και κινητικά μοτίβα
Στην Κάρπαθο, όπως η μουσική, το τραγούδι και η ομιλία, έτσι κι ο χορός αποτελεί ιδιωματική έκφραση. Όλοι σχεδόν οι χοροί εκτελούνται σε ανοικτό κύκλο και οι περισσότεροι είναι κοινοί για άντρες και γυναίκες. Στους περισσότερους χορούς, οι χορευτές δένονται μεταξύ τους με τα χέρια χιαστί και λιγότερο συχνά από τους ώμους. Η συνήθεια να μεταβαίνουν από αργές σε γρήγορες κινήσεις και η ανακυκλική επανάληψή τους αποτυπώνεται τόσο σε πρωτεύοντες όσο και σε δευτερεύοντες χορούς, χωρίς να λύνεται ο κύκλος για τη μετάβαση από τον έναν στον άλλο. Αυτή η νοοτροπία δημιουργεί χορούς δύο φάσεων (αργής και γρήγορης), που ξεκινά πάντα με την αργή.
Οι μουσικοί ρυθμοί που συναντάμε είναι κυρίως τετράσημοι, με ανάλογη ρυθμική αγωγή. Τα αργά χορευτικά θέματα συνοδεύονται από ένα συνδυασμό φωνητικής και οργανικής μουσικής, ενώ στις ζωηρότερες χορευτικές κινήσεις επιβάλλεται μόνο η οργανική μουσική.
(αριστερά) «Παρέα οργανοπαιχτών, δεκαετία 1930. Φωτ. αρχείο Λύκειο των Ελληνίδων – Παράρτημα Καλύμνου.» (πηγή «Μουσική από τα Δωδεκάνησα – Μουσικός χάρτης του Ελληνισμού», Ίδρυμα της Βουλής (κέντρο) «Λυριστής με τη σύζυγό του. Όλυμπος Καρπάθου (φωτ. Βελισσάριος Βουτσάς).» (πηγή «Μουσική από τα Δωδεκάνησα – Μουσικός χάρτης του Ελληνισμού», Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων) (δεξιά) «Έλυμπος Καρπάθου: Λιαροτσάμπουνα (λύρες – τσαμπούνα – λαούτο) στο πανηγύρι του Αϊ Γιάννη στην Βορκούντα, Αύγουστος 1976.» (πηγή «Ο αυτοσχεδιασμός στον Ελληνικό Δημοτικό χορό», Λευτέρη Δρανδάκη)
Από απόψεως κινησιολογίας, οι χοροί της Καρπάθου στηρίζονται στο σύνολό τους σε μία περιορισμένη κλίμακα κινητικών μοτίβων (επεξεργασμένων, όμως, με τη δημιουργική χορογραφική φαντασία και τις κοινωνικές ανάγκες των κατοίκων). Κάποιες κινήσεις, ή ομάδες κινήσεων, απαντώνται συχνότερα, ή σπανιότερα, σε ορισμένους χορούς, ενώ συνδυασμένες με άλλες κινήσεις συνθέτουν έναν καινούργιο χορό. Σε άλλες περιπτώσεις, μόνο η ρυθμική αγωγή διαφοροποιεί έναν χορό από έναν άλλον. Γενικά, οι κινήσεις είναι περιορισμένες αλλά λεπτές και πυκνές και εκστασιάζουν με την επανάληψη και τον απλό ρυθμό τους.
4. Το γεωγραφικό κριτήριο
Σε κάθε χωριό του νησιού διαπιστώνεται η ξεχωριστή κινητική χροιά που αναδύεται κατά τη συλλογική απόδοση του χορού και αναδεικνύει το συλλογικό χορευτικό ύφος, αντικατοπτρίζοντας την άλλοτε αδιάσπαστη κι άλλοτε χαλαρότερη κοινωνική συνοχή.
(αριστερά) «Για το καλό χορό θέλει να ‘χεις το καρβούνι (σ.σ. αναμμένο κάρβουνο) / το σκουλούκι (σ.σ. το «σκουλήκι», δηλ. το μεράκι) μέσα σου.» (πηγή: «Τα Μουσικά Όργανα και οι Διασκεδάσεις στην Όλυμπο της Καρπάθου», Γιάννης Ν. Παυλίδης, Ρόδος 2004) (κέντρο) «Ο χορός πρεπίζει σαν ειν’ από πρόσωπα με αξία» (πηγή: «Τα Μουσικά Όργανα και οι Διασκεδάσεις στην Όλυμπο της Καρπάθου», Γιάννης Ν. Παυλίδης, Ρόδος 2004) (δεξιά) «Χορός στον Άγιο Χαράλαμπο. Απέρι, 1950.» (πηγή «Ο χορός στον πολιτισμό της Καρπάθου», Μαριγούλα Κρητσιώτη & Άλκης Ράφτης)
«Χορός σε πανηγύρι. Όλυμπος Καρπάθου (φωτ. Κωνσταντίνος Μάνος – Apeiron – Photos).» (πηγή «Μουσική από τα Δωδεκάνησα – Μουσικός χάρτης του Ελληνισμού», Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων)
Έτσι, για παράδειγμα, στα βορειότερα χωριά του νησιού (π.χ. στην Έλυμπο), χαρακτηριστικό των χορών είναι η στέρεα δομημένη σαν συμπαγές τείχος γραμμή, η σφιχτή συνάρθρωση στην αλυσίδα του χορού, η απόλυτη εναρμόνιση ως προς την χορευτική κίνηση, και η αίσθηση της μηδενικής σχεδόν μετακίνησης του χορού («στον τόπο»), πράγμα που επιβεβαιώνει τα στενότερα περιθώρια παρέκκλισης από τα προκαθορισμένα στις κοινωνικές ομάδες που κατοικούσαν σ’ αυτές τις περιοχές, ενώ «κατεβαίνοντας» νοτιότερα, η χορευτική δράση διαφοροποιείται με την λιγότερο ή περισσότερο αυξανόμενη μετακίνηση προς τα δεξιά, το χαλαρότερο δέσιμο και την τάση ελαφρών αναπηδήσεων, πράγμα το οποίο παραπέμπει σε μία συλλογικότητα που πραγματώνεται με άλλους (λιγότερο αυστηρούς) όρους.
Συγκεκριμένα στην Έλυμπο (βόρειο τμήμα της Καρπάθου και ορεινό σημείο), όπου οι χορευτικές εκδηλώσεις τελούνται με καθολική τελετουργική αφοσίωση, προτιμάται η σύμπτυξη των κινήσεων. Ακόμα και στους χορούς που αναπτύσσονται δεξιά και αριστερά, τα όρια μετακίνησης των χορευτών είναι περιορισμένα. Η μετατόπιση των χορευτών προς τη δεξιά κατεύθυνση είναι συγκρατημένη. Ο προσφιλέστερος μάλιστα χορός των Ελυμπιτών χορεύεται «στον τόπο». Οι χορευτές, «δεμένοι» πολύ σφιχτά μεταξύ τους, χορεύουν παραμένοντας για πολύ στην ίδια σχεδόν θέση και μ’ αυτόν τον τρόπο επιδίδονται ευκολότερα σε «γονατές» (έντονες κινήσεις των γονάτων) που προκαλούν το χαρακτηριστικό έντονο κατακόρυφο σουστάρισμα.
«Μικρές χορεύτρες στην Έλυμπο σε ρόλο ισότιμο προς τους μεγάλους. Φωτογραφία Τατιάνας Γιανναρά, 1962.» (πηγή «Ο χορός στον πολιτισμό της Καρπάθου», Μαριγούλα Κρητσιώτη & Άλκης Ράφτης)
Ανεξάρτητα από το γεωγραφικό κριτήριο, η ταχύτερη προώθηση του κύκλου και η ελαφρώς τρεχάτη απόδοση του χορού, που παρατηρείται σε πιο σύγχρονες περιόδους, σηματοδοτεί την απομάκρυνση από προγονικές εποχές, σταθερές και αξίες. Οι ηλικιωμένοι, από βορρά μέχρι νότο, παρατηρούν ότι οι νεότεροι «τρέχου’ πολύ το χορό». «Πού κόφτου’ μαθές;», «Πού πη’αίνου μαθές;» είναι φράσεις που εκφράζουν την αγανάκτησή τους όταν διαπιστώνουν ότι ο χορός αποδίδεται με διαφορετική από τη δική τους νοοτροπία και τεχνική. Με παρόμοιο τρόπο θίγουν τη συνήθεια να συνδυάζεται η οριζόντια μετακίνηση με περισσότερο κατακόρυφο σουστάρισμα: «Εμείς εποσύρναμε τα πόδια μας, τώρα χοροπη’ού».
Πηγή: Μ. Κρητσιώτη, Α. Ράφτης, Ο χορός στον πολιτισμό της Καρπάθου, Εκδ. Θέατρο Ελληνικών Χορών «Δόρα Στράτου», 2003
5. Χοροί και Τραγούδια
Κάτω χορός ή Σιανός (2/4)
Είναι ο χορός με τον οποίο αρχίζει η ενότητα των τεσσάρων επίσημων χορών (Κάτω χορός, Γονατιστός, Πάνω χορός και Σούστα), με τους οποίους ξεκινούν και τελειώνουν το κομμάτι της διασκέδασης που αφιερώνεται στο χορό. Αν και τέσσερις διαφορετικοί χοροί, εκτελούνται ως τμήματα ενός συνόλου, μιας ακολουθίας (σουίτας): οι χορευτές δε διαλύουν τον κύκλο για να τον ανασυγκροτήσουν προκειμένου να χορέψουν τον επόμενο, αλλά μεταβαίνουν απλώς από τον ένα στον άλλο.
Η πλήρης μορφή αυτής της χορευτικής ενότητας διατηρείται μέχρι σήμερα στην Έλυμπο. Ο Σιανός ή Κάτω χορός είναι ο πλέον αργός χορός της ενότητας. Ο Μ. Γεωργιάδης τον κατατάσσει σε αυτούς που χαρακτηρίζει «συρτούς» χορούς του νησιού, από το γεγονός ότι είναι ήσυχος. Ο ρυθμός του χορού είναι δίσημος (2/4) και τα βήματα έξι, τύπου χορού «Στα τρία» που πραγματοποιούνται σε τρία μ.μ., δύο κινήσεις σε κάθε μ.μ.. Με αυτόν το τύπο απαντάται στα βόρεια χωριά. Το χορό ανοίγουν πάντα λίγοι κυρίως νέοι άντρες σε ένα και μοναδικό ανοιχτό κύκλο, πιασμένοι με λαβή χιαστί, το δεξί κάτω από το αριστερό του προηγούμενου από τα δεξιά. Στη συνέχεια ενώ εισέρχονται κι άλλοι, συμπληρώνονται από τις κοπέλες που μπαίνουν ανάμεσά τους. Την πρώτη θέση διατηρεί εκείνος που αρχικά τη κατέλαβε.
Ο κύκλος που σταδιακά μεγαλώνει μπορεί να φτάσει να αριθμεί πενήντα ή εκατό άτομα. Ο κορυφαίος ονομάζεται «κάβος», που έχει τη σημασία της άκρης του χορού. Οι ονομασίες για τον τελευταίο χορευτή αναφέρονται τόσο στον ίδιο όσο και στη θέση του, αλλά και στο τελευταίο κομμάτι του χορού. Οι Ελιμπίτες τον αποκαλούν τεμόνι, πίσω βάντα και πίσω μερέα.
Οι κοπέλες επιλέγοντας μεριές (θέση, τοποθεσία) δεξιά σε κάποιον άντρα γίνονται χορεύτρες του. Ένας άντρας μπορεί να έχει παραπάνω από μια χορεύτρα. Η πρώτη γυναίκα του κάβου ονομάζεται «η από μέσα χορεύτρα». Για τους Ελιμπίτες ο Σιανός αποτελεί προέκταση του καθιστικού γλεντιού. Οι μαντινάδες που αυτοσχεδιάζουν και τραγουδούν οι άντρες πριν το ξεκίνημα του χορού, κατά το καθιστικό γλέντι, συνεχίζονται και όταν ο χορός ξεκινάει, τόσο από εκείνους που παραμένουν έξω από τον χορευτικό κύκλο όσο και από εκείνους που έχουν πάρει θέση σ’ αυτόν. Γενικότερα οι παλιοί αποκαλούν το Σιανό «χορό των μαντινάδων». Τον θεωρούν μάλιστα πιο σημαντικό από τους άλλους χορούς, ακριβώς για τις μαντινάδες που τον συνοδεύουν και την ευκαιρία δημόσιας έκφρασης που παρέχουν.
(2/4) Κάτω χορός ή Σιανός «Μαντινάδες αυτοσχέδιες»
Προσέξετε τα έθιμα, παιδιά, να μη χαθούσι,
Κι ας μάθουσιν οι νέοι μας να τα διατηρούσι.
Γιατί είναι μια παράδοση, που μας επαραδώσα(ν),
κι απ’ όλους τους κατακτητές οι πρόγονοι τα σώσα(ν).
Γονατιστός (2/4)
Στην Έλυμπο ο Γονατιστός είναι ο δεύτερος χορός στη σειρά, μετά το Σιανό. Στα άλλα χωριά σύμφωνα με πολλές μαρτυρίες χορευόταν και πρώτος. Συνοδεύεται από τη μελωδία του Γονατιστού, στην οποία προσαρμόζονται τα ειδικά τραγούδια του Γονατιστού. Ο ρυθμός του χορού είναι δίσημος (2/4) και έχει τα ίδια βήματα με τον Σιανό, έξι βήματα τύπου χορού «Στα τρία» που πραγματοποιούνται σε τρία μ.μ., δύο κινήσεις σε κάθε μ.μ.. Διαφέρει ως προς τη ταχύτητα με την οποία χορεύεται και κατ’ επέκταση ως προς τις πιο αισθητικές κάμψεις των γονάτων σε κάθε πάτημα και την κίνηση που προκαλούν. Επιταχύνεται σταδιακά μέχρι τη μετάβαση στο γρήγορο «Πάνω χορό». Στο Γονατιστό οι χορευτές ανασυγκροτούνται, έρχονται κοντύτερα, δένονται πιο σταθερά, κάνουν μικρότερα επιτόπια βήματα και εντονότερες γονατές. Ο Γονατιστός επειδή δε χρησιμοποιείται για κοινωνικούς αλλά για τεχνικούς και ψυχολογικούς κυρίως λόγους - για να προσαρμόζει το σώμα και τη διάθεση των χορευτών σε εντονότερα κινητικά επίπεδα – δε διαρκεί παρά λίγο χρόνο. Ο Μιχαηλίδης – Νουάρος τον χαρακτηρίζει προανάκρουσμα του Πάνω χορού.
(2/4) Γονατιστός «Το μωρό ν-ωσά γεννιέται»
Το μωρό ν-ωσά γεννιέται, πέντ’ έξε λογιώ λογιέται.
Εις τις δέκα μεγαλώνει, τρα(γ)ου(δ)εί και ξεφαντώνει.
Εις τις είκοσι χορεύει, κι αγαπητικές γυρεύει.
Στις τριάντα γλεντιστής και καλός τρα(γ)ου(δ)ιστής.
Στις σεράντα αθθεί και δένει και τα πράματα ανεσταίνει.
Στις πενήντα αντρειωμένος και στο γ-κόσμο ξακουσμένος.
Στις εξήντα συλλο(γ)άται, τις παλληκαριές καυχάται.
Στις ‘βδομήντα καμπουριάζει και της μαϊμούνας μοιάζει.
Στις ογδόντα δε φελά, μόνο τα ψωμιά χαλά.
Στις ‘νενήντα οι (δ)ικοί του: - Θεέ μου πάρε τη ψυχή του,
μην εμπεί στις εκατό κι (δ)εν τω ταεντούμε πλιο.
Πάνω χορός (2/4)
Ο Πάνω χορός είναι η κορυφαία στιγμή της χορευτικής δραστηριότητας από κινητική άποψη. Χορεύεται κυρίως επιτόπου και αναπτύσσεται με βάση το κινητικό περιεχόμενο των προηγούμενων δύο χορών. Το κράτημα των χεριών παραμένει το ίδιο όπως και στο Σιανό, μόνο που τα χέρια κάμπτονται στους αγκώνες και οι βραχίονες πλησιάζουν στα πλευρά, έτσι ώστε οι χορευτές να πλησιάζουν πολύ κοντά ο ένας τον άλλον και να κινούνται σαν ένα σώμα. Οι απλές κινήσεις υποδιαιρούνται και εκτελούνται γρήγορα, εμπλουτισμένες με κρατήματα και πυκνά κατακόρυφα σουσταρίσματα, τα οποία αποτελούν το κυριότερο χαρακτηριστικό του.
Στην Έλυμπο είναι ο δημοφιλέστερος χορός και ο τρίτος της ενότητας, ενώ στα άλλα χωριά είναι μάλλον ο δεύτερος. Η πλοκή των κινήσεων ανταποκρίνεται σε τρεις δίσημους χρόνους, με αποτέλεσμα να έχουμε τρεις κινητικές υποενότητες. Το βήμα ολικής στήριξης που έχει η καθεμιά συμπληρώνεται από δυο ελαφρά πατήματα, τα οποία ελάχιστο βάρος κλέβουν από το σώμα. Το ισχυρό βήμα εκτελείται πότε με το δεξί και πότε με το αριστερό πόδι. Έτσι κατά την επανάληψη του χορευτικού μοτίβου γίνονται αντιληπτές οι μετατοπίσεις του σώματος, ανάμεσα στο κατακόρυφο ανεβοκατέβασμά του. Ο χορός εκτελείται με μικρά αδιόρατα βήματα. Τα πόδια δεν ανασηκώνονται από το δάπεδο, είναι «καζικωμένα», καρφωμένα εκεί.
Ο τρόπος αυτός ευνοεί τις έντονες κάμψεις των γονάτων, τις γονατές, και το έντονο κατακόρυφο σουστάρισμα που από αυτές μεταφέρεται στο σώμα. Κάθε φορά που το ένα πόδι εκτελεί τη γονατά, το άλλο συντονίζεται με αυτό. Έτσι, η εντύπωση προς τα έξω δε διευκρινίζει ποιο πόδι πρωτοστατεί και πιο ακολουθεί, ποιο έχει τη δυναμική και ποιο την παθητική δράση. Η επιτόπια εκτέλεση ευθύνεται για την ελάχιστη μετατόπιση της χορευτικής αλυσίδας. Εντονότερη μετακίνηση παρατηρείται στο πρώτο κομμάτι του χορού, όταν ο κάβος κατά διαστήματα αναπτύσσει την κίνηση προς τα δεξιά και τ’ αριστερά, μ’ έμφαση προς τα δεξιά, για να σπάει τη μονοτονία του επιτόπιου Πάνω χορού. Οι παλιοί λένε ότι ο καλός χορευτής δεν έτρεχε μπροστά. Ο Πάνω εναλλάσσεται με τη Σούστα ανάλογα με την προτίμηση του κάβου. Οι προτιμήσεις των Ελυμπιτών ελάχιστα αναφέρονται στη Σούστα.
Η εναλλαγή μεταξύ Σούστας και Πάνω είναι συχνότερη στα άλλα χωριά, όπου ονομάζουν τον Πάνω χορό και Στετό», δηλαδή στο τόπο. Ωστόσο στα άλλα χωριά επικρατέστερη είναι η σούστα. Ο Πάνω χορός και η Σούστα είναι οι χοροί στους οποίους ο «κάβος» (ο πρωτοχορευτής) έχει τη δυνατότητα να επιδείξει τις χορευτικές του ικανότητες και καλύπτουν τη μεγαλύτερη διάρκεια του χορευτικού μέρους της διασκέδασης. Μουσικά συνοδεύεται από τη λύρα, ωστόσο το κατεξοχήν όργανο του Πάνω είναι η τσαμπούνα. Ο οξύς της ήχος τονώνει τους χορευτές ώστε να ανταποκρίνονται με περισσότερη ενεργητικότητα.
Σούστα (2/4)
Η Σούστα έχει την ίδια κινητική δομή με τον Πάνω χορό, το ίδιο κράτημα των χεριών σταυρωτά, τον ίδιο ρυθμό που είναι 2/4. Η διαφορά της με το Πάνω είναι ότι εδώ οι κινήσεις αναπτύσσονται σχεδόν ισότιμα προς τα δεξιά και τα αριστερά. Αυτός ο τρόπος εκτέλεσης δεν επιτρέπει έντονα κατακόρυφα σουσταρίσματα. Η Σούστα δεν έχει την ένταση του Πάνω. Είναι πιο ήσυχος και πιο στρωτός χορός. Το χορευτικό μοτίβο ολοκληρώνεται σε έξι δίσημους χρόνους, τρεις για την προς τα δεξιά και τρεις για την προς τα αριστερά ανάπτυξη των κινήσεων χωρίς να αλλάζει το μέτωπο, πίσω προς την περιφέρεια. Αποτελείται, λοιπόν από έξι αντίστοιχες κινητικές υποενότητες.
Οι δυο πρώτες σε κάθε αλλαγή κατεύθυνσης, εκτελούνται σε μεγαλύτερη έκταση στο χώρο, με τα πέλματα σχεδόν να σέρνονται στο δάπεδο. Στην Τρίτη και στην έκτη υποενότητα τα βήματα εκτελούνται περισσότερο επιτόπου και το σώμα έχει μεγαλύτερη δυνατότητα να σουστάρει κατακόρυφα, όπως περίπου στον Πάνω. Η γενική οπτική εικόνα προς τα έξω δείχνει το σώμα να κινείται σε σημαντικό βαθμό οριζόντια, με απαλές κυματιστές κινήσεις. «Εμείς, άμα εχορεύγαμε Σούστα, ήτο σα να κυλούσαμε πάνω σε καρούλια». Η παραπάνω παρατήρηση από παλιότερη χορεύτρα, δίνει με παραστατικό τρόπο την ανάπτυξη της Σούστας στο χώρο.
Ελυμπίτικος Ζερβός (2/4)
Ανήκει στους χορούς που δε συνδέονται οργανικά με τη χορευτική διαδικασία. Μερικές μόνο φορές μπορεί να αποτελέσει προέκταση της χορευτικής δράσης, μετά τους επίσημους χορούς. Ωστόσο η ιδιαίτερη κοινωνική αξία απουσιάζει από την οργάνωση και την ανάπτυξή του. Οι χορευτικές θέσεις εδώ δεν έχουν το περιεχόμενο που προσλαμβάνουν στους επίσημους χορούς. Μ’ άλλα λόγια ανήκει στη κατηγορία των χορών που χορεύονται κατά κύριο λόγω στα «ξεξυλίσματα», στο τέλος δηλαδή των διασκεδάσεων. Ο Ζερβός της Ελύμπου έχει δύο μέρη. Το πρώτο είναι αργό και συνοδεύεται από τραγούδι ενώ το δεύτερο είναι γρήγορο και είναι μόνο οργανικό. Ο ρυθμός του χορού είναι 2/4 και τα δύο μέρη συνήθως εναλλάσσονται.
«Ζερβός χορός. Πίνακας του λαϊκού ζωγράφου Γιάννη Χατζή. Όθος, 1990 περίπου.» (πηγή «Ο χορός στον πολιτισμό της Καρπάθου», Μαριγούλα Κρητσιώτη & Άλκης Ράφτης)
Οι χορευτές πιάνονται σταυρωτά με το δεξί χέρι πάνω από το αριστερό, έτσι ώστε ο «Κάβος» που είναι στο τέλος του κύκλου, αφού ο χορός κινείται αριστερά, να μην εμποδίζεται στις κινήσεις του. Στο πρώτο μέρος τα βήματα είναι έξι, τύπου χορού «Στα τρία», με ένα «τσάκισμα» στο γόνατο στο δεύτερο χρόνο. Στο δεύτερο μέρος το χορευτικό μοτίβο περιλαμβάνει ένα αναπήδημα στο δεξί πόδι προς τα δεξιά και τρία προς τα αριστερά, που γίνονται στο αριστερό, στο δεξί και πάλι στο αριστερό πόδι. Τα αναπηδήματα είναι ανάλαφρα και κάθε φορά που εκτελούνται στο ένα πόδι, το άλλο δίπλα του είναι σηκωμένο και λυγισμένο στο γόνατο, σε θέση όπου το πέλμα βλέπει προς τα πίσω. Το σώμα είναι κυρίως στραμμένο προς την αριστερή φορά του χορού και μόνο κατά το προς τα δεξιά αναπήδημα, στρίβει ελαφρώς προς το κέντρο του κύκλου. Παραλλαγές εκτελεί ο κάβος που είναι συνήθως στροφές.
(2/4) Ελυμπίτικος Ζερβός «Μια Κυριακήν ημέρα»
Μια Κυριακήν ημέρα δεν είχαμε δουλειά και πιάνω το τουφέκι να πάω στα πουλιά.
Μα κει πουλιά δε βρίσκω και βρίσκω μια μηλιά, τα μήλα φορτωμένη κι απάνω κοπελιά.
Τη λέω να’ ρθει κάτω να πιάσομε φιλιά κι εκείνη κόβει μήλα και με πετροβολά.
Πάω να κόψω μήλο, πιάνω το χέρι της, Χριστέ και Παναγιά μου κι ας ήμουν ταίρι της.
Η κούπα η μονοβασιά
Η κούπα η μονοβασιά είναι η κούπα που την αδειάζεις με μια κίνηση, μονομιάς, «μονοκοπανιά». Το τραγούδι αυτό αποτελεί μια άλλη μορφή κεράσματος που εφαρμόζεται στα πιο κλειστά γλέντια των Κάτω Χωριών, όπου υπάρχει αφθονία κρασιού. Μια «κεράστρα», παίρνει ένα μπουκάλι κρασί κι ένα ποτήρι, για να κερνά σύμφωνα με τις εντολές της παρέας. Όλοι οι συνδαιτυμόνες αναφέρονται με το όνομα τους και υποχρεώνονται να πιουν, αδειάζοντας το ποτήρι. Συγχρόνως το τραγούδι συνοδεύεται και από μια συμβολική αναπαράσταση των λεγόμενων. Στη φράση ας την ανεβάσουμε στα επουράνια κι ας την κατεβάσουμε στα καταχθόνια, αυτός που πρόκειται να πιει, σηκώνει το χέρι με γεμάτο ποτήρι προς τα πάνω και ακολούθως το κατεβάζει μέχρι σχεδόν το πάτωμα.
Αρχή Γλεντιού. (πηγή: «Πανηγύρια στο Αιγαίο», Γιώργος Πίττας)
Το τραγούδι δημιουργεί ευθυμία, καθώς το ποτήρι γυρίζει από τον ένα στον άλλο. Εδώ το «Καλώς να σ’ εύρω» και το « Καλώς να ‘ ρτεις» γίνεται τελετουργικά με τη συνοδεία του τραγουδιού, το οποίο τραγουδιέται ομαδικά από τη παρέα για τον καθένα που πίνει. Ωστόσο υπάρχει ένας συμβολισμός που υποκρύπτεται στο λόγο του τραγουδιού και στα δρώμενα που το συνοδεύουν. Αν λάβουμε υπ’ όψιν ότι τα επουράνια συνδέονται με τον Θεό και τους αγίους και τα καταχθόνια με τον κάτω κόσμο, τότε έχουμε στο τραγούδι μια σύνδεση των δύο κόσμων, των οποίων άλλωστε η παρουσία είναι εμφανής στα ολυμπίτικα γλέντια. Οι συχνές επικλήσεις των τραγουδιστών στις μαντινάδες, προς τους αγίους και τη Παναγία για δύναμη και υγεία και οι μνήμες για τους νεκρούς, δημιουργούν μια ατμόσφαιρα θυμικής εντάσεως με τους δυο κόσμους να συγκλίνουν προς το κέντρο. Ο κόσμος των νεκρών διαπλέκεται με τον κόσμο των ζωντανών, η κοινότητα ανακαλεί το παρελθόν της και ανασυγκροτείται διαχρονικά.
Experience