Αλησμόνητη πατρίδα...
Θα σας αφηγηθώ την ιστορία της προγιαγιάς μου που έφυγε βρέφος από την Κιουτάχεια.
Θα σας αφηγηθώ την ιστορία της προγιαγιάς μου που έφυγε βρέφος από την Κιουτάχεια.
Η προγιαγιά μου η Ευφημία καταγόταν από την Κιουτάχεια (Κοτυαίο) της Μ. Ασίας οπού ο πληθυσμός ήταν 40.000 κατοίκων και το κλίμα ορεινό. (Εκείνη την περίοδο ήταν στρατιωτικός ο Αγ. Μηνάς εκεί). Το σπίτι της προγιαγιάς μου ήταν τριώροφο με ξύλινη εξωτερική σκάλα και στην αυλή: μια αποθηκούλα υφαντήριο χαλιών, μέσα: παραδοσιακά πράγματα των Ελλήνων (πιάνο, καναπέδες με μιντέρια. Το σπίτι αυτό της προγιαγιάς μου Ευφημίας σήμερα είναι λαογραφικό μουσείο στη συνοικία των Ελλήνων στη Μ. Ασία. Είναι στην οδο Μακάρ (σοκάκ Μακάρ).
Η Κιουτάχεια πριν τη μικρασιατική καταστροφή: Ήταν μια όμορφη πόλη με 40.000 κατοίκους κι απ' αυτούς οι 9.000 ήταν Έλληνες, όπου ζούσαν σε μια συγκεντρωμένη συνοικία με Αρμένιους, Εβραίους και είχε υψόμετρο 1000μ. Ζούσαν και συνυπήρχαν αρμονικά και με τους Τούρκους, κι όταν έφυγαν έδωσαν στους γείτονες τα κλειδιά τους. Υπήρχε ένα σχολείο που λεγόταν ελληνικό σχολείο Κοτυαίου, εκκλησία αφιερωμένη στους ταξιάρχες και μια μεγάλη πλατεία στο κέντρο, όπου είχαν χτίσει πάρκα, σιντριβάνι, μπρούτζινες και μεταλλικές βρύσες, μέρη για διακοπές (βουνά). Στην Τίλιδα κάθονταν για έναν μήνα σε αντίσκηνα, άλλοι πήγαιναν ημερήσια, άλλοι έμεναν αρκετά και έστηναν αντίσκηνα με άμαξες. Είχε πολύ ωραίο κλίμα, δροσιά, τρεχούμενο νερό, ένα εκκλησάκι του προφήτη Ηλία σε οροπέδιο όπου πήγαιναν τον Ιούλιο. Στην εξοχή, οι γυναίκες κάθονταν, αρκετά, ενώ οι άντρες, πήγαιναν ανήμερα του δεκαπενταύγουστου (έκαναν σκοποβολή και έπαιρναν έπαθλα), για να μη κλείσουν τα μαγαζιά τους. Υπήρχε και μια άλλη εξοχή που ονομαζόταν Οκμειτζάν και πήγαιναν μετά την εκκλησία.
Η Κιουτάχεια στην μικρασιατική καταστροφή: Στις αρχές του 1921, απελευθερώθηκε από τον ελληνικό στρατό, αλλά αυτό δεν κράτησε πολύ γιατί το μέτωπο έσπασε και στις 15/8/1922 ενώ ήταν όλοι στην εκκλησία και γινόταν η λειτουργία, ήρθε ένας στρατιώτης του ελληνικού πάνω σε ένα άλογο και φώναζε στους δρόμους: Έσπασε το μέτωπο και πρέπει να φύγετε σήμερα, σήμερα κιόλας! Αλλά την είδηση την έδωσε και ένας αξιωματικός του ελληνικού στρατού και ειδοποίησε κάποιους άλλους και έτσι μαθεύτηκε ότι έπρεπε να φύγουν. Γίνονταν πολλά εγκλήματα κι άλλοι έχασαν αδέλφια, παιδιά, άντρες. Τότε, πολλοί έτσι όπως ήταν από την εκκλησία, χωρίς να πάνε στα σπίτια τους, μαζί με αυτό το λίγο κολατσιό που είχαν μαζί τους, έφυγαν. Άλλοι, πήγαν στα σπίτια τους να πάρουν ό,τι μπορούν και φύγαν την ίδια μέρα. Την επομένη είχε αδειάζει όλος ο ελληνικός οικισμός.
Η διαδρομή: Δεν μπόρεσαν να πάρουν μαζί τους κάποιους ανθρώπους που ήτανε κατάκοιτοι και δεν μπορούσαν να περπατήσουν. Έτσι, τους άφησαν στο κρεβάτι τους και τους βάλανε δίπλα φαΐ γιατί πίστευαν ότι θα γυρίσουν γρήγορα πίσω. Δεν φαντάζονταν ότι θα φύγουν εντελώς και δε θα ξανάρθουν. Κάποιοι πήραν τον δρόμο με τα πόδια (οι περισσότεροι), άλλοι με τις άμαξες (βάλανε και μερικά πράγματα πάνω και τα παιδιά). Από εκεί περπάτησαν μία εβδομάδα και με τον φόβο στον δρόμο γιατί μπορούσε να τους σκοτώσουν, αλλά ευτυχώς κάποια στιγμή ήρθανε τμήματα του ελληνικού στρατού και ήταν μαζί τους για να τους προστατέψουν. Φτάσανε στη Προύσα λοιπόν, όπου μείνανε για 1-2 μέρες σ' ένα πάρκο. Εκεί βρέθηκαν πολλοί που είχαν χαθεί στον δρόμο, γιατί άλλοι πήγαιναν πιο γρήγορα, άλλοι πιο σιγά, άλλοι κρατούσαν παιδιά στην αγκαλιά. Αλλά και εκεί τους ενημέρωσαν να φύγουν, καθώς θα έρχονταν πάλι Τούρκοι. Πήγαν στα Μουδανιά, όπου ήταν το επίνειο της Προύσας, η έξοδος προς τη θάλασσα. Έτσι με τα πλοία, κάποιοι πνίγηκαν, κάποιοι σώθηκαν και σκορπίστηκαν σε περιοχές της Ελλάδας.
Η ζωή στην Ελλάδα: Τα σπίτια ήταν διαφορετικά. Οι Τούρκοι απέναντί τους ήταν πολύ ευγενικοί και εξυπηρετικοί. Κάποιο μάλιστα σηκώνονταν, νέοι και ηλικιωμένοι, όταν έρχονταν Έλληνες. Η προγιαγιά μου μάλιστα, άνοιξε παράγκα στην Ελλάδα και πουλούσε πράγματα με γαϊδουράκι. Έφτιαχνε ωραία παραδοσιακά φαγητά και κάθε Κυριακή που πήγαιναν τα εγγόνια της να κοιμηθούν στο σπίτι της τους πήγαινε σε μια εκκλησία του Αγ. Νικολάου κι όταν κοιμόντουσαν η γιαγιά τους, έκανε προσευχή πολλές ώρες γονατιστή κι έκλαιγε κι όταν η εγγονή της τη ρώτησε γιατί, της απάντησε πως προσεύχεται να του έχει ο Θεός όλους καλά. Η πίστη που είχαν στον Θεό τους κράτησε ζωντανούς. Επίσης, η γιαγιά μιλούσε τούρκικα αλλά στην καρδιά της μιλούσε ελληνικά κι είχε βαθιά την ορθόδοξη πίστη. Στα εγγόνια της έλεγε: Εγώ θα μιλάω τούρκικα για να τα μάθετε, αλλά εσείς θα μιλάτε ελληνικά σε εμένα.
Ένα περιστατικό...
Όταν φτάσανε στο Λαογραφικό μουσείο (το σπίτι τους δηλαδή): δεν τους άφηναν οι Τούρκοι να μπουν γιατί θα έκλεινε και μια κυρία που μιλούσε τούρκικα είπε: Έχουν έρθει απόγονοι του μουσείου! Κι έτσι τους άφησαν. (Ένιωσε να αναπηδάει μέσα στην καρδιά της έντονα το προσφυγικό στοιχείο με δάκρυα, κόμπο στον λαιμό, θόλωμα στα μάτια).